Dienstag, 29. Dezember 2009
Dienstag, 22. Dezember 2009
Freitag, 11. Dezember 2009
Dienstag, 10. November 2009
Donnerstag, 8. Oktober 2009
Montag, 4. Mai 2009
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΤΑΤΙΑΝΑΣ ΓΚΡΙΣΤΗ-ΜΙΛΙΕΞ, Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΙΑΔΗ ΧΑΤΖΗΓΙΩΡΓΗ:
"Το χιόνι τύφλωνε τα μάτια.
Τα πόδια δε λέγανε να πάνε πια μπροστά.
Η ανάσα πάγωνε μέσα στο στώμα.
Σαν τα χαμένα αγρίμια φωνάζαμε μέσα στην καταιγίδα τους δικούς μας.
Κι ερχόταν η ηχώ: Ω...μανίτσα.
Εμπαινε ο Μάρτης του ΄17 κι από τον Νοέμβριο του 1916 που 13.000 άνθρωποι είχαμε ξεκινήσει από την Κερασούντα, δεν είχαμε μείνει παρά 800..."
ΜΠΟΥΝΑΡΜΠΑΣΙ. ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΕΛΕΝΗΣ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ.
Το Μπουνάρμπασι, ένα χωρίο κοντά στα δέκα χιλιόμετρα βόρεια της Σμύρνης πριν την καταστροφή αριθμούσε περί τους χίλιους κατοίκους, από τους οποίους οι οκτακόσιοι ήταν Ελληνες:
«...Αρχισε ο στρατός μας να φεύγει. Χτυπούσαν τις πόρτες μας και ζητούσαν ρούχα για να βγάλουν το χακί από πάνω τους. Πόσους δεν ντύσαμε! Οι μεγάλοι οι δικοί μας ξεκουμπίστηκαν και φύγανε κι αφήσαν τον κόσμο στο έλεος του Θεού. Εφταναν οι στρατιώτες ξυπόλυτοι, γυμνοί, κουρελιασμένοι, πρησμένοι, νηστικοί. Οι Τούρκοι κατεβαίναν και σφάζαν τους Ελληνες. Το ίδιο έκαναν και οι δικοί μας. Παντού φωτιά και μαχαίρι άκουες και έβλεπες. Από τους κατοίκους του Μπουνάρμπασι έμειναν καμιά δεκαριά οικογένειες... Μερικοί κατάφεραν να φύγουν, σέρνοντας με την κοιλιά προς το Σικλάρι και από κει στη Σμύρνη. Τους άλλους όλους τους ατιμάσανε, τους σφάξανε, τους κρεμάσανε, τους κάψανε. Κι εκείνους που κατάφεραν από το Σικλάρι να φτάσουν στη
Σμύρνη, όταν ήρθε ο Κεμάλ, τους έπιασε και τους έσφαξε.
Εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη. Πλημμύρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακριά. «Μη φοβάστε είναι μακριά», μας είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού που μέναμε. Σ' ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σε μας. Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βγήκαμε στο δρόμο. Φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση. Και οι Τσέτες (σ.τ.σ. οι άτακτοι Τούρκοι) βρίσκονταν στη μέση, και σφάζαν και σκοτώναν. Τη νύχτα οι Τσέτες έκαναν επίθεση ν' αρπάξουν, να σφάξουν, ν' ατιμάσουν. «Βοήθεια! Βοήθεια!», φώναζε ο κόσμος. Τα εγγλέζικα πλοία ήταν απέναντι. Εριχναν τους προβολείς. Σταματούσαν για λίγο. Τη νύχτα θέλαμε να πάμε προς νερού μας. Πήγαμε λίγο πιο έξω, φρίκη! Βρεθήκαμε σε μια χαβούζα (σ.τ.σ. μεγάλο ανοιχτό λάκκο). Γύρω γύρω, στα χείλια της χαβούζας σπαρταρούσαν κορμιά, και μέσα η χαβούζα ήταν γεμάτη κεφάλια. Επαιρναν όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρια της χαβούζας, έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μέσα στη χαβούζα και τα κορμιά τα άφηναν να σπαρταρούν γύρω γύρω. Ηταν φοβερό. Οσοι το είδαν τρελάθηκαν. Το τρελοκομείο γέμισε από τρελούς σαν ήρθαμε. Εκεί σ' αυτό το μέρος χάσαμε και τον πατέρα μου. Τον αδελφό μου τον έσφαξαν στο χωριό. Εβγαλαν, μετά, ιταλικά και ελληνικά πλοία και μας πήραν. Πόσους; Ούτε ένα είκοσι τοις εκατό δεν επήραν. Τέτοια καταστροφή δεν είδαν τα μάτια μου!».
Πηγή: Κέντρο Μικρασιατικών σπουδών
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Χ.ΤΣΙΡΚΙΝΙΔΗ "Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ"
Ο Θείος του συγγραφέα Ευριπίδης, διηγείται:
¨Με πολλά βάσανα επιτέλους φτάσαμε στην Κερασούντα . Η πόλη ήταν γεμάτη από ρακένδυτους πρόσφυγες που έφυγαν από την τρομοκρατία των Τούρκων της υπαίθρου και συγκεντρώνονταν στις πόλεις. Εκεί, στην Κερασούντα, μας προειδοποίησαν οι συμπατριώτες μας ότι μαζεύουν όλους τους Έλληνες και τους μεν μεγάλους τους κλείνουν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για να τους εξορίσουν κάθε φορά που συμπλήρωνε ο αριθμός των 250 ατόμων, τους δε μικρούς τους οδηγούν με μικρά καΐκια σ΄άγνωστα μέρη.
Στην εκκλησία δεν συμπληρώθηκε ποτέ ο αριθμός 250, γιατί εκεί χωρίς φαγητά , χωρίς νερό, μέσα στις ίδιες τους τις ακαθαρσίες, σε λίγες μέρες πέθαιναν οι περισσότεροι. Με τα ίδια μας τα μάτια είδαμε εγώ και ο αδελφός μου να μεταφέρουν τα παιδιά λίγο παρά έξω από την Κερασούντα κι εκεί να τα παραδίδουν στους άγριους Τσέτες αντάρτες. Αυτοί τα άρπαζαν από τα πόδια και χτυπούσαν τα κεφάλια τους πάνω στα μεγάλα βράχια της ακτής , μέχρι να πεθάνουν.¨
Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΣΤΟ ΜΠΕΙΑΛΑΝ.
"Τα χαράματα, στις 16 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα Τετάρτη, μια εφιαλτική είδηση, ότι οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο χωριό, έκανε τους κατοίκους τρομάξουν και ν' αναστατωθούν. Οι άντρες, όσοι βρίσκονταν τη νύχτα στο χωριό, βιάστηκαν να φύγουν στο δάσος... Αλλοι άντρες που είχαν κρυψώνες σε σπίτια σε σπίτια και σε σταύλους, τρύπωσαν σ' αυτές και καμουφλαρίστηκαν έτσι που να μην τους υποπτευθεί κανείς. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στα σπίτια και περίμεναν με καρδιοχτύπι να δούν τι θα γίνει... Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι' οι τσέτες , περισσότεροι από 150 έμπαιναν στο χωριό κραυγάζοντας και πυροβολώντας. Τους ακολουθούσαν τούρκοι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά. Αυτούς τους είχαν μυήσει στο εγκληματικό σχέδιο τους και τους κάλεσαν για πλιάτσικο.
Μόλις μπήκαν οι συμμορίτες στο χωριό, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και ο ορίζοντας πήρε τη μορφή θύελλας που ξεσπασε άγρια. Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας με τους υποκοπάνους τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία- αλλοιώς απειλούσαν, θα δώσουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν.
Σε λίγο, όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι, βρίσκονταν τρέμοντας και κλαίγοντας στους δρόμους. Οι συμμορίτες με κραυγές και απειλές υποπτεύθηκαν, από την πρώτη στιγμή, το μεγάλο κακό που περίμενε όλους και δοκίμασαν να φύγουν έξω από το χωριό. Οι τσέτες, πρόβλεψαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο και είχαν πιάσει από πριν τα μπογάζια, απ' όπου μπορούσε να φύγει κανείς. Ετσι, μόλις έφτασαν, τρέχοντας, οι κοπέλλες στα μπογάζια, δέχτηκαν, από τσέτες που παραμόνευαν, πυροβολισμούς στο ψαχνό. Μερικές έμειναν στον τόπο σκοτωμένες, ενώ οι άλλες τραυματίστηκαν και γύρισαν πίσω.
Οι φόνοι αυτοί αποκάλυψαν για καλά τους εγκληματικούς σκοπούς των συμμοριτών κι' έγιναν το σύνθημα να ξεσπάσει, το τρομοκρατημένο πλήθος των γυναικόπεδων, που είχε ριχτεί στους δρόμους σε ένα βουβό κι' ασυγκράτητο κλάμα και σε σπαραξικάρδιες κραυγές απελπισίας. Τίποτα απ' όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να μαλάξει την σκληρότητα του τεράτων, που είχε διαλέξει ο Τοπάλ Οσμάν για την "πατριωτική" του εκστρατεία. Σκληροί σαν ύαινες, που διψούν για αίμα, και διεστραμμένοι σαδιστές, που γλεντούν με τον πόνο και τα βασανιστήρια των θυμάτων τους, χύμιξαν μανιασμένοι στα γυναικόπαιδα και τους γέρους, κραυγάζοντας, βρίζοντας, χτυπώντας, κλωτσώντας και σπρώχνωντάς τους να μαζευτούν στην πλατεία.
Οι μητέρες αναμαλλιασμένες, κατάχλωμες από το τσουχτερό κρύο και το φόβο, με τα βρέφη στην αγκαλιά και τα νήπια μπερδεμένα στα πόδια τους. Οι κοπέλλες άλλες με τους γέρους γονείς κι' άλλες με γριές ή άρρωστους αγκαλιασμένες, περιμαζεύτηκαν με τον χτηνώδη αυτόν τρόπο, στην πλατεία σαν πρόβατα για τη σφαγή, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από σπαραχτικές κραυγές και θρήνους και κοπετούς. Η πρώτη φάση της απερίγραπτης τραγωδίας του Μπεϊαλάν έκλεισε, έτσι, θριαμβευτικά για τους θλιβερούς ήρωες του νεοτουρκικού εγκλήματος γενοκτονίας.
Οταν πια όλα τα γυναικόπαιδα κ' οι γέροι μαζεύτηκαν στην πλατεία, οι τσέτες έβαλαν μπρός την δεύτερη φάση της σατανικής τους επιχείρησης. Διάταξαν να περάσουν όλοι στα δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό. Η απροθυμία, που έδειξε το τραγικό αυτό κοπάδι των μελλοθανάτων να υπακούσει στην διαταγή, γιατί ήταν πια ολοφάνερο ότι όλους τους περίμενε ο θάνατος, εξαγρίωσε τους συμμορίτες που βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα την μακάβρια επιχείρηση. Και τότε, σαν λυσασμένα θεριά, ρίχτηκαν στις γυναίκες, τα μωρά και τους γέρους, και με γροθιές, με κοντακιές και κλωτσιές έχωσαν και στρίμωξαν στα δύο σπίτια τα αθώα και άκακα αυτά πλάσματα, που ο αριθμός τους πλησίαζε τις τρεις εκατοντάδες.
Κι' όταν, έτσι, ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το απελπισμένο κλάμα κι' οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μια άγριας τραγικότητας μουσική συναυλία, που ξέσκιζε τον ουρανό κι' αντιβούϊζε στα γύρω βουνά και δάση...
Και τώρα δεν έμενε παρά η τρίτη και τελική φάση της πατριωτικής... επιχείρησης των θλιβερών ηρώων-συμμοριτών του Τοπάλ Οσμάν. Δεν χρειάστηκαν παρά μια αγκαλιά ξερά χόρτα και μερικά σπασμένα πέταυρα (χαρτόματα) ν' ανάψει η φωτιά. Και σε λίγο τα δύο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από μέσα κι' απ' έξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό. Το τί ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται.
Οι μητέρες ξετρελλαμένες, έσφιγγαν, αλλαλάζοντας και τσιρίζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, στην αγκαλιά τα μωρά τους, που έκλαιγαν και κράυγαζαν "μάνα, μανίτσα!". Οι κοπέλλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους, κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους κι' άρχισαν να γλύφουν το κορμί οι φλόγες. Κραυγές, που ξέσκιζαν το λαρύγγι και τ' αυτιά, φωνές μανιακές και κλάμματα βροντερά, άγρια ουρλιαχτά ανθρώπων, που έχασαν από τρόμο και πόνο τα μυαλά τους, χτυπήματα στα στήθη, στον πυρακτωμένο αέρα και στους τοίχους - χαλασμός κόσμου, ένα ζωντανό κομμάτι από την κόλαση στη γη! Αυτή την εφιαλτική εικόνα παρίσταναν, τα πρώτα λεπτά, τα δύο σπίτια που τα είχαν αγκαλιάσει οι φλόγες.
Μερικές γυναίκες και κοπέλλες στον πόνο, την φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα, προτιμώντας να σκοτωθούν πέφτοντας κάτω ή με σφαίρες από όπλο, παρά να υποστούν τον φριχτό θάνατο στην φωτιά. Οι τσέτες που απολάμβαναν με κέφι και χαχανητά το μακάβριο θέαμα, έκαναν το χατήρι τους - πυροβόλησαν και τις σκότωσαν.
Δεν κράτησε πολλά λεπτά, αυτή η σπαραξικάρδια οχλοβοή, από τους αλαλαγμούς, τις άγριες κραυγές, τα τσουχτερά ξεφωνητά και το ξέφρενο κλάμα. Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ως που μπορούν να φτάνουν κραυγές, ξεφωνητά και ξελαρυγγίσματα από τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα. Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ως που μονομιάς κόπηκαν κι' έσβησαν οι φωνές και το κλάμα. Κι' ακούγονταν μονο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια το Μπεϊαλάν".
Σάββας Κανταρτζής
πηγή: Βλάσσης Αγτζίδης
Ο Σάββας Κανταρτζής, επιζών της γενοκτονίας ,έγραψε και έκδοσε τις μνήμες του το 1975, εγκατεστημένος πλέον στην Ελλάδα. Μια από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις του αναφέρεται στην καταστροφή του χωριού Μπεϊαλάν, της περιφέρειας Κοτυώρων από τους Τσέτες του Τοπάλ Οσμάν. Το Μπεϊαλάν ήταν ένα από τα εκατοντάδες ελληνικά χωριά που καταστράφηκαν από τις τουρκικές συμμορίες που είχαν διαταxθεί να εξολοθρεύσουν του χριστιανικούς πληθυσμούς του Πόντου.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ-ΧΑΣΚ(Ι)ΟΙ
Το Xασκιόϊ ήταν τα παλιά χρόνια τουρκικό τσιφλίκι, που το είχαν αγοράσει πέντε η έξι Έλληνες, το μοίρασαν μεταξύ τους και εγκαταστάθηκαν εκεί. Επρόκειτο για μικρό χωριό, αμιγές ελληνικό, που το κατοικούσαν έντεκα ελληνικές οικογένειες. Υπαγόταν στην περιφερεια Αργυρούπολης του νομου Τραπεζούντας και βρισκότανε κοντά στα χωριά Ατρά, Θεμπεδά και Παλαγία, από την οποία απείχε μία - μιάμιση ώρα με τα πόδια.
Οι κάτοικοι, σε αντίθεση με άλλα χωριά της Χαλδίας, ήταν προνομιούχοι, γιατί η κάθε αγροτική οικογένεια κατείχε μια ιδιόκτητη έκταση που κυμαινόταν από εκατόν πενήντα έως διακόσια στρέμματα γης. Η συνολική έκταση της καλλιεργήσιμης γης ήταν δύο χιλιάδες στρέμματα περίπου και συνόρευε με τις ιδιοκτησίες του ελληνικού χωριού Θεμπεδά, που απειχε μιάμιση ώρα περίπου από το Χασκιοϊ. Και εδώ οι αγροτικές καλλιέργειες και ειδικότερα το όργωμα και το αλώνισμα γίνονταν με ξύλινα αλέτρια και "τουκάνια" που τα έσερναν βόδια.
Αλλά και στη κτηνοτροφία οι κάτοικοι διακρίνονταν από πολλών άλλων χωριών, γιατί κάθε οικογένεια είχε από δέκα έως είκοσι μεγάλα ζώα και από πέντε έως ογδόντα γιδοπρόβατα. Για τα ζώα αυτά το χωριό διέθετε βοσκοτόπια τρεις χιλιάδες στρεμμάτων περίπου που βρίσκονταν στις τοποθεσίες "Αι-Γιάννε","Καρελέτσα"και Γιαϊλιάς".
Παρά το γεγονός ότι το χωριό ήταν πεδινό, είχε ωστόσο ένα μεγάλο δάσος που το λέγανε "Τσαρούχ Ορμανί"που είχε εκταση τέσσερις χιλιάδες στρέμματα περίπου και μέσα σε αυτό η υπήρχαν εκατό στρέμματα καλλιεργήσιμης γης. Ούτε βουνά λοιπόν είχε, αλλά ούτε και ποτάμια. Και παρ όλο που οι νοικοκυραίοι είχαν όλες τις προϋποθέσεις και ζούσανε καλάν και πολλοί απο ξενιτευόταν κάθε χρόνο στη Ρωσία.
Το χωριό ήταν χωρισμένο σε δύο γειτονιές, στην απάνω και στην κάτω γειτονιά(μαχαλάδες), οι οποίες υδρεύονταν από τρεις βρύσες και ένα πηγάδι που το λέγαμε "γουϊν".Είχαμε μια Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, και τα τρία παρεκκλήσια, του Ευαγγελισμού, των Αγίων Θεοδώρων και του Προφήτη Ηλία, στα οποία λειτουργούσε ο μοναδικός εφημερίες του χωριού μας, ο παπά Γιώργης Μιχαηλίδης. Είχαμε ακόμα κι ενα εξατάξιο σχολείο με είκοσι μαθητές και με δασκάλους τον ιερέα Παπαγιώργη Μιχαηλίδη και το Γρηγόριο Γαντσίδη ή Γιαννουλίδη. Οι μορφωμένοι που βγήκαν απ το χωριό μας ήταν ο Γεώργιος και η Ευθυμια Κοκκινίδου, ο Γρηγόριος Χατζίδης, ο Θεμιστοκλής Βελονάς και άλλοι. Οι δε προύχοντες του χωριού ήταν ο Κωνσταντίνος Βελονάς, ο Παναγιώτης Γιαννουλίδης, ο Γεώργιος Κοκκινίδης, ο Μιχάλης Πουταχίδης και ο Γεώργιος Μυλωνάς. Οι αξιολογότεροι όμως του χωριού μας ήταν ο Ιωάννης Ζευγαρόπουλος, ο Θεμιστοκλής Βελονάς, ο Γρηγόριος Γαντσίδης και ο Γεώργιος Κοκκινίδης. Οι λυράρηδες του χωριού μας ήταν δύο, ο Κοσμάς Πουταχίδης και ο Χαράλαμπος Πουταχιδης.
Δεν γίνηκαν γεγονότα στο χωριό μας, ούτε είχαμε θύματα από τους Τούρκους, αλλά παρ όλα αυτά ήμασταν κατατρομοκρατημένοι απ όσα ακούγαμε πως γινοτανε σε άλλα μέρη και ζούσαμε σε μια συνεχή αβεβαιότητα για το μέλλον μας. Έτσι, όταν οι Ρώσοι άρχισαν να υποχωρούν από τα μέρη μας το 1918, τους ακολουθήσαμε και εμείς στη Ρωσία. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών ήρθαμε το 1922 από τη Ρωσία στον Πειραιά κι από εκεί μας φέρανε και μας εγκαταστήσανε οριστικά στην Παναγίτσα όπου και ζούμε μέχρι σήμερα. Φεύγοντας απ το χωριό μας, δυστυχώς δεν καταφέραμε λόγω του μεγάλου φόβου και της βιαστικής φυγής μας, να πάρουμε μαζί μας τα πράγματα του νοικοκυριού μας. Τα μόνα λοιπόν κειμήλια που καταφέραμε να φέρουμε με την ανταλλαγή μαζί μας ήταν 10 μεγάλα εικονίσματα της Εκκλησίας του χωριού μας, τα οποια αφιερώσαμε στην εκκλησία της Παναγίτσας όπου και βρίσκονται σήμερα.
Αφήγηση:Νικόλαος Παν. Γιαννουλίδης-Παναγίτσα Εδέσσης
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΠΟ ΒΕΡΟΙΑ
Το επόμενο ντοκουμέντο, ιστορικά τεκμηριωμένο από ανθρώπους που ήσαν παρόντες, περιγράφει την τύχη που είχαν τα μέλη μιας συγκεκριμένης οικογένειας απο την Ριζούντα του Πόντου.
Η καταγραφή έγινε από την φοιτήτρια του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης Όλγα Ντέλλα,το Μάρτη του 1992, στην Αθήνα στο σπίτι του πρόσφυγα Θεόδωρου Κωσταντινίδη:
"Mια γυναίκα από τη Ριζούντα του Πόντου, που τον άνδρα της τον σκότωσαν οι Τούρκοι, εγκαταστάθηκε στον προσφυγικό καταυλισμό της Δράμας. Είχε τρία παιδιά δύο αγόρια κι ένα κορίτσι. Το κορίτσι ήταν μαζί της στη Δράμα, τα αγόρια όμως δεν ήξερε τι είχαν απογίνει. Πέρασαν αρκετά χρόνια...
".... Στη Δράμα, όπου είχε εγκατασταθεί, δεν είχε τα απαραίτητα για να ζήσει και γι αυτό αποφάσισε να επιστρέψει στον τόπο της, μήπως κατορθώσει και πάρει μαζί της ένα δοχείο χρυσές λίρες κι άλλα κοσμήματα, που έχει κρύψει ο άντρας της στο φούρνο του σπιτιού τους. Πραγματικά μια μέρα έφτασε στη Ριζούντα. Στάθηκε στη γνώριμη βρύση. Απέναντι ήταν το σπίτι της.
Ρώτησε μια Τουρκάλα,ποιος ήταν ο καινούργιος σπιτονοικοκύρης. Ήταν ένας συνταγματάρχης του τουρκικού στρατού. Η γυναίκα είδε οτι ο φούρνος δεν είχε γκρεμιστεί, όμως δίσταζε να πλησιάσει το παλιό της σπίτι, επειδή ο ένοικος ήταν τόσο ισχυρός.
Όταν η Τουρκάλα έμαθε οτι το σπίτι ήταν δικό της, δεν την άφησε να φύγει, αλλά την προέτρεψε εντονα να πάει εκεί. Πραγματικά η γυναίκα χτύπησε την πόρτα και της άνοιξε η σύζυγός του συνταγματάρχη. Της είπε τότε οτι το σπίτι ήταν το πατρικό της. Η γυναίκα την παρακάλεσε να παραμείνει μέχρι να επιστρέψει ο άντρας της.
Έτσι έγινε και το μεσημέρι, όταν φάνηκε ο συνταγματάρχης του διηγηθηκε η Ελληνίδα την ιστορία της.
Ο Τούρκος συνταγματάρχης την προσκάλεσε να παραμείνει μαζί τους όσο καιρό θα επιθυμούσε, εφόσον το σπίτι ήταν δικό της. Η φτωχή γυναίκα κάθισε στο σπιτικό της μια βδομάδα. Σ' αυτό το διάστημα διαπίστωσε ότι ο συνταγματάρχης ήταν καλος άνθρωπος. Έτσι σκέφτηκε να του ζητήσει να ερευνήσει για τα δύο αγνοούμενα παιδιά της.
Ο συνταγματάρχης χάρη στη θέση του κατόρθωσε να ανακαλύψει οτι το ένα της παιδί είχε σκοτωθεί, ενώ το άλλο συνέχιζε να αγνοείται. Τότε η γυναίκα αναλογιζόμενη τη φτώχεια της, αποφάσισε να του πει για τις κρυμμένες χρυσές λίρες, αφού έτσι και αλλιώς ήταν χαμένες. Του εξήγησε μάλιστα, ότι είχε μια κόρη να παντρέψει και του υποσχέθηκε ότι τα μισά θα ήταν δικά του.
Ψάξανε λοιπόν και οι δυο στο φούρνο και βρήκανε όλα τα πολύτιμα αντικείμενα που ήταν κρυμμένα. Έγινε η μοιρασιά και το μόνο πρόβλημα ήταν ο τρόπος με τον οποίον η γυναίκα θα έβγαινε από τα σύνορα .Ο συνταγματάρχης την καθησύχασε, υποσχόμενος ότι θα τη συνόδευε εκείνος.
Την ημέρα που θα έφευγε, είδε ένα φορτηγό γεμάτο με δέκα μπαουλα. Η γυναίκα απόρησε, ο Τούρκος όμως της απάντησε:"Aυτά είναι δώρο για την κόρη σου. Αυτό το σπίτι ήταν δικό σου κι εγώ τώρα με αυτά το ξεχρέωσα".
Έφτασε η γυναίκα στη Δράμα, αφηγήθηκε τι της συνέβη, μα η γειτονιά δεν πίστευε αυτά που άκουγε. Γέμισε το σπίτι με κόσμο, που μαζεύτηκε να δει την προίκα της κόρης. Ανοιγαν τα μπαούλα και ξάφνου σ' ένα από αυτά βρήκαν τη φωτογραφία του συνταγματάρχη με τη γυναίκα του. Τη ρώτησαν αν αυτός ήταν ο Τούρκος που 'χε γνωρίσει. Πραγματικά ήταν ο ίδιος. Γύρισαν τη φωτογραφία και εγραφε:
Αγαπητή μου μου μητέρα, εγώ είμαι ο γιος σου,ο οποίος σώθηκα αλλά δεν μπορούσα να σου το πώ. Οτι θέλεις εσύ και η αδελφή μου είμαι στη διάθεσή σου είμαι κοντά σας..". .
Βέροια 1996
Από το βιβλίο:"Γ' Πανελλήνιο συνέδριο Εθνικής Αυτογνωσίας".
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΕΛΕΝΗΣ ΣΠΑΝΙΔΟΥ
Tαλαιπωρημένη, περιφρονημένη και ζητώντας συνεσταλμένα να τη βοηθήσουν, γύριζε για μερικούς μήνες από χωριό σε χωριό η εικοσιδυάχρονη, τότε η Ελένη Σπανίδου-Συμεωνίδου, μετά τον ξεριζωμό της από τα άγια χώματα της Σαμψούντας, όπου γεννήθηκε. Κάποια μέρα έφτασε στο Νέο Πετρίτσι Σερρών, όπου βρήκε τη θαλπωρή και τη φροντίδα από τους κατοίκους. Όταν τη συναντήσαμε, το 1998, ήταν 111 χρονών και χαιρόταν τα 27 εγγόνια της, τα 47 δισέγγονα και τα 10 τρισέγγονα που της χάρισαν τα έξι παιδιά της και τη φρόντιζε η νύφη της, η Ελένη. Ο μεγαλύτερος εγγονός της ο Γιώργος Τσακπακίδης ήταν εξήντα έξι χρόνων. Η υπεραιωνόβια Ελένη Σπανίδου-Συμεωνίδου έβγαινε στην αυλή, αυτοεξυπηρετιόταν, κινιόταν. Πότιζε η ίδια τον κήπο της με το λάστιχο και τραγουδούσε το:"Λάχανα, πουλί μ' λάχανα".
Ύστερα θυμάται ένα από τα παιδιά της, που του έλεγε να μείνει στο χωριό. Πήγε στην Αθήνα και πέθανε. Η Ελένη Σπανίδου, που το πατρικό της επίθετο ήταν Συμεωνιδου, είχε γεννηθεί το 1887 στο ορεινό χωριό Ζουμπουγλού της Σαμψούντας, πρός την πλευρά της Οινόης. Η ταυτότητα της έγραφε ότι γεννήθηκε το 1890. Παντρεύτηκε δύο φορές, τη μια στην πατρίδα και μετά στο νέο Πετρίτσι. Στην Ελλάδα ήλθε μέσω Ρουμανίας, από τα βουνά της Τσέρνας, όπου γεννήθηκε και ένα παιδί της το 1923, που παραλίγο να πεθάνει. Το έσωσε μια καλή νοσοκόμα. Ο σύζυγος της, που γενικά ήταν πολυ ταλαιπωρημένος, όταν το 1924 ηρθαν στο Χαμαγκιόϊ (Κορδελιό Θεσσαλονίκης), πέθανε κι αφησε χήρα τη νεαρή γυναίκα του, η οποία με το παιδί στην αγκαλιά, πήρε τους δρόμους, γυρνώντας από χωριό σε χωριό. Σταματούσε στα τσιφλικια, όπου μάζευε μπασάκια (τα σταχυα που έπεφταν στο χωράφι μετα τον θερισμο), τα καθάριζε, τα έκανε πληγούρι, για να φάει η ίδια και το παιδί της . Κάποια μέρα βρέθηκε στον Νεο Πετρίτσι, όπου ζήτησε να τη βοηθήσουν να ταϊσει το παιδί της. Ήταν 22χρονών. Εκείνη την μέρα γινόταν γάμος στο χωριο. Τη ρώτησαν γιατί δε χορεύεις, όλοι χορεύουν. Εκείνη τους διηγήθηκε την ταλαιπωρία της. Οι κάτοικοι κατάλαβαν ότι είναι καλός άνθρωπος και θέλησαν να τη βοηθήσουν. Την προξένησαν στον σαραντάρη χήρο Μιχάλη Σπανίδη, που είχε τρία παιδιά. Μαζί του έκανε άλλα τέσσερα. Η ίδια θυμόταν ότι ο παππάς που πήγε να βγάλει την άδεια γάμου, της είπε: "Παιδί μου, εσύ είσαι πολύ μικρή, πάς θα πάρεις τον Σπανίδη που έχει τα διπλάσια σου χρονια;". Εκείνη του είπε ότι θέλει να δουλέψει στα χωράφια ή όπου να είναι, για να ζήσει το παιδί της. "Ο Σπανίδης ήταν φτωχός, αλλά είχε το σπίτι, τη φωλιά να μείνω κάπου κι εγώ. Παρακαλούσα το Θεό να με βοηθήσει να μεγαλώσω τα παιδιά, που αποκτήσαμε μαζί αλλά και τα τρία δικά του. Και ο Θεός με βοήθησε και τα προστάτεψα και τα μεγαλωσα".
Πριν αρχίσει να περιγράφει άλλες λεπτομέρειες της ζωής της, η Ελένη Σπανίδου στάθηκε για λίγο συλλογισμένη. Έδειχνε ότι προσπαθούσε να φέρει στη μνήμη της τα περασμένα και ίσως να συγκρατηθεί για να μην κλάψει. Η διήγηση της σκόρπια, παρά το γεγονός ότι ήταν πολύ καλά στο μυαλό:
"Βγήκαμε στη θάλασσα, στην άκρη λέει. Ήταν τότε που μας έδιωχναν απο την πατρίδα. Ήρθε το τουρκικό πλοίο.Απο δυο-δυο εμείς τα κοριτσια, μαζί με τις γυναίκες, μπήκαμε μέσα. Μας κυνηγούσαν, δεν είχαμε να φάμε. Κρυβόμασταν. Πήγαμε μια μέρα να βρούμε κάτι να φάμε απο εναν κήπο και ήρθε ο νοικοκύρης και μας έσπασε στο ξύλο. Ήταν η εποχή που οι Τούρκοι σφάζανε τους Αρμενίους. Μια μέρα μου δώσανε φαϊ σε ένα μποξαδάκι και μου είπαν να το πάω στον πατέρα μου, στα χωράφια. Εγώ φοβόμουνα. Όταν έφτασα στο χωράφι, ρώτησα τον πατέρα μου αν θα μας σφάξουν και εμας. Όχι μου λέει, εμάς δε θα μας πειράξουν, γιατί εμείς είμαστε Ελλήνες. Ύστερα από λίγο καιρό, οι Τούρκοι έσφαζαν εμάς.
Στον ελληνοτουρκικό πολεμο, τρεις μέρες κρυβόμασταν μέσα στο δάσος. Χτίζαμε καλύβες στα βουνά να μη μας βρουν οι Τούρκοι και μας σφάξουν. Επάνω στα βουνά μας συνάντησαν οι Έλληνες αντάρτες. Ο καπετάνιος ήταν πάνω στο αλογο. Οι Τούρκοι τον σκότωσαν, έκοψαν το κεφάλι του και το γύριζαν από δω κι από εκεί. Όταν τελειωσε ο πόλεμος, είπαμε θα κατέβουμε. Ήταν και δυο Αρμεναίοι μαζί μας. Είπαν θα έρθουμε κι εμείς μαζί σας. Εμείς τους είπαμε, θα σφάξουν και μας και εσάς, γι αυτό να κρυφτειτε. Όλοι οι άλλοι είμασταν Ελλήνες.Οι Τούρκοι άρχισαν να μας δίνουν άδεια να παμε στη Νεοκαισαρεία, στο παζάρι.
Δεν είχε σχολείο στο χωριό μας κι ετσι τα παιδιά πήγαιναν σε άλλα χωριά να μάθουν γράμματα. Τον άντρα μου, όταν τελειωσε το δημοτικό, του λέει ο μπαμπάς του, Γιώργο να πας να μάθεις τέχνη, τσαγκάρης, ο κόσμος τέχνη μαθαίνει. Λέει πατέρα θα παω. Δεν ήθελε. Δούλεψε οχτώ- δέκα μέρες και δεν μπόρεσε άλλο. Λέει στη μάνα του, άλλο δεν μπορώ εκεί μέσα.Έγινε τσοπάνος να φυλάει τα ζώα του χωριού. Ύστερα πούλησαν τα γελάδια και πήραν πρόβατα. Ο πατέρας μου ειχε μελίσσια. Μάζευε το μέλι στους τενεκέδες. Οι άλλοι δούλευαν στα χωράφια. Είχε πολλά χωράφια. Κι εμεις δουλεύαμε στα χωράφια.Μερικοι πήγαιναν και ψάρευαν. Στο χωριό μας δεν είχε Τούρκους. Τα γύρω χωριά ήταν ελληνικά. Με έστειλαν στην Οινόη, να δουλέψω σε ένα τουρκικό σπίτι, όπου εμεινα δύο χρόνια μέχρι που γύρισαν ο πατέρας μου και η μάνα μου απο την εξορία. Πήγα στην χανούμισσα και της είπα, θα φύγω. Εκείνη με έστειλε στο χωριό μου. Μετά μας βοήθησε ένας Τούρκος να ανεβούμε σε πλοίο που πήγαινε στη Ρουμανία . Πάνω στο πλοίο δεν είχαμε να φάμε, είμασταν εντελώς νηστικοί, θα πεθαίναμε. Ήταν μαζί μας ένας γέρος από την Ρωσία που ανέβηκε στη βάρκα και πήγε στον Δούναβη. Όταν φτάσαμε εκεί τους είπε ότι υπάρχουν άνθρωποι στο καράβι που θα κινδυνεύουν να πεθάνουν από την πείνα. Το πλοίο μας άφησε εκεί. Μετά ανεβήκαμε σ' άλλο πλοίο και κάναμε δώδεκα μέρες στον Δούναβη.
Πάντοτε λέω, θάρθει καιρός , θα ανοίξει ο δρόμος, θα πάμε στον Πόντο, αλλά ποιός θα ζει; ποιός θα πάει;...
Στο σπίτι μας από κόντα περνούσε το νερό. Είχαμε τόσο καλά. Τα έφαγαν όλα οι Τουρκοι . Τρία αδέλφια ήταν ο πατέρας μου. Όλοι σ' ένα σπίτι ζούσαμε. Καθε συνυφάδα είχε 4-5 παιδιά και όλοι είμασταν αγαπημένοι.Τον πρώτο λόγο τον είχε ο μεγάλος αδελφός. Τον πατέρα μου τον έλεγαν Γιώργο και τον παππού μου Λάζαρο. Ο παππούς μου έλεγε, παιδιά θα έρθει μέρα που ο πατέρας θα σκοτώσει το παιδί και το παιδί τον πατέρα. Του λέγαμε όχι παππού, μπορεί να γίνει αυτό; Πέρασαν εκείνα.Τον πατέρα μου τον σκότωσαν,τον αδελφό μου τον σκοτωσαν,την αδελφή μου την σκότωσαν, τους έστειλαν εξορία, τους βασάνισαν.
Την Ελένη Σπανίδου Συμεωνίδου τίμησε το 2000 ο νομάρχης Σερρών ως την πιο ηλικιωμένη στον νομό και πιθανόν σ' όλη την Ελλαδα. Η ταλαιπωρημένη αλλα ηρωϊκη γυναίκα πέθανε το 2001.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΝΔΡΕΑ ΣΠΥΡΑΝΤΗ
Αναμνήσεις από τας τελευταίας ημέρας της Σαντάς-Ανδρέα Σπυράντη
Κατά το έτος 1921, το οποίον ήτο και το τελευταίον έτος της λειτουργίας του φροντιστηρίου Τραπεζούντος (όπως ελέγετο το γυμνάσιον Τραπεζούντος) μετά το πέρας των μαθημάτων, με τον συμμαθητή μου Λαζαρίδη Θεόδωρον μετέπειτα δικηγόρον Δράμας και τον εξάδελφό μου Ευριπίδη Χειμωνίδη τελειόφοιτον τότε του Γυμνασίου, ανεχωρήσαμεν, με ομάδες Σανταίων, οι οποίοι κατέβηκαν εις τραπεσούντα δια προμηθείας, δια θερινάς διακοπάς εις Σαντά.
Εξεκινήσαμεν, όπως εγένετο δια την διαδρομήν αυτήν, λίαν πρωί και κατά τας απογευματινές ώρας της ίδιας ημέρας, εφτάσαμεν μέσον Όλασας εις το υπερκειμενον του βουνού σπήλαιον όπου και διενυκτερεύσαμεν. Ο καιρός , όπως πάντα κατά την εποχή εκείνη, ήτο ομιχλώδης και βροχερός.
Την επόμενη και πάλιν, λίαν πρωί εξεκινήσαμεν και το απόγευμα εφθάσαμεν εις Σαντά, η οποία κατά την περίοδον εκείνη ήτο αραιοκατοικημένη.
Η κατάστασις εις Σαντά, κατά την άφιξή μας δεν παρουσίαζεν τίποτα το ιδιαίτερον και καμμία ένδειξις δεν υπήρχε διά το τραγικό τέλος που επρόκειτο μετά δύο περίπου μήνας, από την άφιξή μας, να επέλθει.
Την 15ην Αυγούστου εορτήν της Μονής Σουμελά, όπως εγίνετο κάθε έτος, έγινεν και τότε εκδρομή δια την Μονήν, εις την οποίαν πήρα μέρος κι εγώ. Την μεθεπομένην επιστρέψαμεν και πάλιν εις Σαντά χωρίς τίποτε το ιδιαίτερον να παρουσιασθεί. Σημειώνω την εκδρομήν αυτήν διότι επρόκειτο να παίξη σημαντικόν ρόλον, δια την μετέπειτα τραγικήν μου ιστορίαν.
Τα πάντα εις Σαντά ήσαν ήρεμα, οπότε ένα βροχερόν απόγευμα των πρώτων ημερών του μηνός Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους έφτασεν εις το χωρίον εις Ισχανάντων τακτικός τουρκικός στρατός, το Χιουτεούμ -Ταμπουρι.
Κανείς βέβαια και πάλιν δεν εφαντάζετο τον σκοπό της αφίξεώς του και όλοι το απέδωσαν εις συνήθεις κατ' αραιά διαστήματα επισκέψεις τουρκικών αρχών δι' αναζήτησιν ανυπόταχτων Σαντέων. Πάντως οι εξ Ισχανάντων ένοπλοι Σανταίοι μετά των οικογενειών των την νύκτα της 8/9/1921 με όσα τρόφιμα ημπορούσαν να φέρουν μαζί τους, έφυγαν προς το μέγα σπήλαιον εις την βόρειαν περιοχήν της Σαντάς, όπου συνήθως κατέφευγαν μετά τας ενόπλους επιχειρήσεις των.
Ο πανικός μεταδόθηκε και εις τα γειτονικά χωριά Πινιατάντων και Τερζάντων, πολλοί κάτοχοι των οποίων την νύκτα έφυγανπρος το σπήλαιον, μεταξύ των οποίων κι εγώ κι ο Λαζαρίδης.
Όλοι ήσαν βέβαιοι ότι η περιπέτεια αυτή δεν θα ητο το μεγαλυτέρα των δύο έως τριών ημερών και τα τουρκικά στρατεύματα θα απεσύροντο και ημείς θα επέστρεφα- μεν και πάλι στα χωριά μας.
Η χωρητικότης του σπηλαίου ήτο μικρά και την κατέλαβον οι προνομιούχοι των ενόπλων οικογένειαι, όλοι δε οι άλλοι, ως κι εγώ κατέφυγαμεν και παρέμειναμεν κάτω από τα γειτονικά έλατα διά να προφυλαχθούμεν από την βροχήν.
Την επόμενην 9/9/1921 επειδή διεδόθη από άλλους που ήλθαν ως φυγάδες από τα χωριά ότι επέκειτο επίθεσις των τουρκικών στρατευμάτων κατά των εις το σπήλαιον αθροισθεντων ενόπλων, των οποίων τον αριθμόν εφαντάζοντο μεγάλον και στρατιωτικώς διοργανωμένων, περί τα δεκαπέντε γυναικόπαιδα μεταξύ των οποίων κι εγώ, με την μακαρίτισσαν μητέρα μου, απεφασίσαμεν να επιστρέψωμεν εις τα χωριά μας.
Μαζί μας ευρέθηκαι μία νεαρά με ένα βρέφος εις την αγκαλιά της, της οποίας δεν εγνώριζα ούτε την προέλευσιν, ούτε το όνομα. Φαίνεται ότι ήτο απο τους δια παραθερισμόν κατ έτος εις Σαντά αφικνούμενους από την περιοχή Σουρμένων, Σανταιων.
Ο Λαζαρίδης παρέμεινεν με τους υπολοίπους εις την περιοχήν του σπηλαίου ο δε Χειμωνίδης εις το χωρίον Κοσλαράντων, και η ηκολούθησεν την τύχην των εξορίσθεντων ν εις την περιοχήν Ερζερούμ και Χούνουζ.
Όταν επλησιάσαμεν εις το χωρίον μας, ανταμώσαμεν μερικούς άνδρας φεύγοντας προς την κατεύθυνσιν μας και μας επληροφόρησαν ότι εξεκενωθησαν τα χωριά, κι όλους τους κατοίκους συνεκέντρωσεν ο στρατός εις το χωρίον Πιστοφάντων, το οποίο ήτο και το πλέον ακραίον χωρίον και το ευρισκόμενον εις την αντίθετον πλευρά του σπηλαίου προς Νότον.
Τότε προσετέθησαν εις την ομάδα μας κι αυτοί και όλοι μαζί αλλάζαμε πορείαν,κατέβημεν εις τον ποταμόν περάσαμεν αυτόν και καταφύγαμεν εις ένα μικρόν σπήλαιον άνωθεν του μύλου Γιαμάκ όπου και διενυκτερεύσαμεν.
Εννοείται ότι όλοι οι πορεία αυτή εγίνετο μόλις άρχισεν να νυκτώνει και από κανέναν δεν εγένετο αντιληπτή. Μεταξύ μας ευρέθη και ο ιδιοκτήτης του Μύλου Γιαμάκ Χαράλαμπος. Το σημείο της διανυκτερεύσεως μας ευρίσκετο εις το βάθος μικρής χαράδρας και ως εκ τούτου τα χωρία ήσαν αθέατα και δεν ημπορούσαμεν να βλέπωμεν την επομένη, τι συνέβαινεν εις τα χωριά κι αν η συγκέντρωσις των κατοίκων εσυνεχίζετο ή διεκόπη και τι έγινεν με τους ες Πιστοφάντων συγκεντρωθέντας κατοίκους.
Την επομένην πρωϊαν, εν όλω δεκαεννέα άτομα με το βρέφος της νεαράς μητέρας, εξεκινήσαμνε διά μέσου του δάσους και βαδίζοντες προς βορράν εφθάσαμεν εις την περιοχήν κάτωθεν του παρεκκλησίου του Αγίου Γεωργίου, όπου ολίγον μακρύτερα από έναν ρυάκιον, το οποίο έλεγον ότι το βαθύν τ'ορμίν, εγκατεστάθημεν κάτω από τα έλατα.
Η ορατότης από εκεί ήταν κάπως καλή προς την απέναντι πλευρά όπου ητο το σπήλαιον. Αλλά και πάλιν τα χωριά ήσαν αθέατα, απλώς μας προκάλεσεν εντύπωσιν το γεγονός, ότι αντικρίζαμεν ζεύγος αγελάδων αι οποίαι αδέσποται έβοσκον εις το ξέφωτο του Αγίου Ιωάννου.
Φαίνεται ότι με την φυγήν από τα χωριά, μερικοί από το χωριό Ζουρνατσάντων, επειδή το χωρίον των δεν εγειτνίαζεν με την περιοχή του σπηλαίου, αλλά με την απέναντι πλευράν όπου είχαμε καταφύγει ημείς, κατέφυγαν και εγκατεστάθηκαν εις την ίδιαν περιοχήν με μας, χωρίς βέβαια να γνωρίζη η ιδική μας ομάδα την ιδικήν των, ενώ αυτοί παρ ότι μας αντελήφθησαν δε μας έδωσαν σημεία παραμονής των.
Από το χωρίον Πιστοφάντων, το οποίον ήτο τελείως απομονωμένον από τα άλλα, και αρκετά μακριά του δάσους, διαφυγή δεν εγένετο και όλοι οι κάτοικοι παρέμεναν εις τας οικίας των και ηκολούθησαν την οδό της εξορίας.
Την επομένην 11/9/1921 κατά την μεσημβρίαν ήρχισεν η του τακτικού στρατού επίθεσις κατά της περιοχής του σπηλαίου με σαλπιγγας, μυδραλλιοβόλα και ένα ορεινό πυροβόλο. Ηι επίθεσις επανελήφθη και την επομένην καλώς μελετημένη και εντός ολίγου χρόνου οι Τούρκοι έφτασαν εις την περιοχήν του σπηλαίου.
Oι ένοπλοι Σανταίοι εγκατέληψαν την περιοχή και εξηφανίσθησαν και επειδή τα βρέφη που είχαν μαζι τους, εφτά περίπου τον αριθμόν, υπήρχεν κίνδυνος με τα κλάματά τους να προδώσουν την παρουσία τους, τα έσφαξαν.
Λέγεται δε ότι μόλις ο επικεφαλής των τουρκικών στρατευμάτων αντίκρυσεν το θέαμα των σφαγμένων παιδιών, διέταξε τους στρατιώτα, να τους εγκαταλείψουν και να επιστρέψουν διοτι είπεν αυτοί δεν έχουν, ούτε την πίστιν, ούτε θεόν.
Με το σκότος που ήλθεν η επίθεσις ετερματίσθη και δεν επανελήφθη, την επομένη της πρώτης επιθέσεως οι Τούρκοι των γειτονικών χωρίων, ειδοποιηθέντες, ήρχισαν κατά ομάδας να φτάνουν εις τα χωριά και να τα λεηλατούν. Το θέαμα αυτών εν μέρει μας ητο ορατόν από τον δρόμον, ο οποίος ήτο τελείως απέναντί μας και οδηγεί εις τα προς βορράν τουρκικά χωριά.
Και πάλιν διά τα χωριά μας τίποτε δεν εγνωριζαμεν, διότι από την θέσιν μας ως αναφέρω δεν ήσαν ορατά. Επίσης ήσαν αθέατοι και οι των ανατολικών περιοχών Τούρκοι που έφθασαν δια λεηλασίαν, κυρίως δια το χωριόν Ζουρνατσαντων, διότι ο δρόμος τον οποίον ηκολούθουν ήτο επί της ίδιας πλαγιάς όπου ευρισκόμεθα ημείς και κάτωθεν αυτής και ως εκ της δασώδους περιοχής ήσαν αθέατοι. Εις τα καθ' ημάς και πάλιν.
Δεν ξεύρω ποίες, αλλά μερικές από τις γυναίκες που ήσαν μαζί μας έφεραν μαζί τους ολίγον άλευρον και έναν χάλκινον σκεύος με βαθύ καπάκι,αυτά εστάθησαν σωτήρια δι'ολους,αλλά και μοιραία δια την έκβασιν της περιπέτειας μας.
Μερικοί άντρες εις μυστικάς συζητήσεις των ανεζήτουν τρόπον να απαλλαγούν από τα γυναικόπαιδα και να καταφύγουν προς την Παναγία Σουμελά, διότι άλλη σωτηρία οδός δεν υπήρχεν και να απομακρυνθούν από την περιοχήν της Σαντάς, τα δε γυναικόπαιδα τους εγίνοντο βάρος δια την μετακίνησιν των. Εν τω μεταξύ ανέλαβον οι άντρες να κατεβούνε εις το βάθος του ρυακίου δια να ψήσουν τον χυλόν, με το αλεύρι που είχαμεν και αφού επί τόπου με το καπάκι έτρωγαν οι ίδιοι την μερίδα του λέοντος, έφερον το υπόλοιπον προς διανομήν εις τα ανωθεν του ρυακίου αναμένοντα γυναικόπαιδα.
Και δια μεν τα γυναικόπαιδα παρά την αντίθετην των διάθεσιν των η ανοχή των ήτο υποχρεωτική, διότι αυτά είχον το ολίγο αλεύρι και το σκεύος, αλλά τους εγινε εφιάλτης το κλάμα του μωρού, διότι εφοβούντο μήπως με αυτό γίνει αντιληπτή η παρουσία μας εις τους διερχόμενους προς λεηλασίαν Τούρκους, και απαίτησαν από την μητέραν του ή να το πάρει και να απομακρυνθή απο τους αλλους,ή να το πετάξει εις μιαν μικράν λίμνην που ολίγον παρακάτω εσχηματιζεν ρυάκιον.
Τοση δε επιμονή και αγρία ήτο η απαίτησις των,ώστε ηναγκάσθη μόνη της να απομακρυνθεί από τον όμιλό μας και να το πετάξει εις την μικράν λόμνην και να επανέλθη ικανοποιημένη, διότι εξησφάλισεν την ιδικήν της διάσωσιν και την ικανοποίησιν των αντρών ότι έτσι διέφυγον τον κίνδυνον να γίνουν αντιληπτοί.
Βεβαίως παρ όλα αυτά θα εγκατέλειπον όλους και θα έφευγον προς την περιοχή της Μονής αν εγνώριζαν τον δρόμον, τον οποίον εγώ τους είπα ότι εγνώριζον από την πρόσφατον η επίσκεψίν μου εις αυτήν την 15ην Αυγούστου.
Την τρίτην ημέραν της διαμονής μας την πρωϊαν της 13/9/1921 ως συνήθως κατήλθεν ο όμιλος των ανδρών μεταξύ αυτών κι εγώ, εκ παιδικής περιεργείας, εις το βάθος του ρυακίου, άναψαν φωτιά και άρχισαν να παρασκευάζουν τον χυλόν.
Δύο εξ αυτών ο Γιαμάκ Χαράλαμπος εξ Ισχανάντων και ο Χρύσανθος Τεριάς εκ Πινιατάντων, απεφάσισαν εως ότου ετοιμασθή ο χυλός,να φθάσουν διά μέσου του δάσους, εις την έναντι των επί της Δυτικής πλευράς χωρίων περιοχήν, διά να ιδουν τι γίνεται ,μεταξύ αυτών πήγα κι εγώ.
Δεν είχαμε απομακρυνθεί περί τα εκατό μέτρα από το σημείο όπου εψήνετο ο χυλός, οπότε φαίνεται ότι από την προηγούμενην ημέραν, Τούρκοι ένοπλοι αντελήφθησαν την παρουσία μας από τον καπνό της φωτιάς που ανάβαμεν, διά την παρασκευήν του χοιλού, βαδίζοντες κατά μήκος του ρυακίου αρχισαν να πυροβολούν εναντίον αυτών που παρέμειναν εκεί και συγχρόνως έρριξαν και μια χειροβομβίδα, ως συνεπέρενα απο τον κρότον και με φωνές Κορκμαϊνούν( μη φοβάστε) τους συνέλαβον και τους εξετέλεσαν επί τόπου τον ένα μάλιστα άγνωστο διατί( ίσως τον παρομοίασαν με κάποιον γνωστό) δια σφαγής, όπως διαπίστωσαν την επόμενην οι υπεράνω καταφυφυγόντες κάτοικοι εκ Ζουρνατσάντων.
Κατά την επίθεση αυτήν τα γυναικόπαιδα που ευρίσκοντο κάπως μακριά από το ρυάκιον, και τα οποία δεν εγένοντο αντιληπτά από τους Τούρκους ετράπησαν προς βορράν και έπεσαν εις τον καταυλισμόν των εκ Ζουρνατσάντων και με την βοήθειαν αυτών αφού εξεκκενώθη η Σαντά από τον στρατόν και τους Τούρκους τσετέδες,τμηματικώς μετεφέρθησαν εις τα περί την Τραπεζούντα Ελληνικά χωριά και εκείθεν εις Τραπεζούντα.
Δύο εκ των γυναικών, η Γραμματικοπούλου Ελένη έκ Τερζάντων και η Ελένη Τεριά σύζυγος Χρυσάνθου εκ Πινιατάντων, φεύγουσαι πήραν κατεύθυνσιν προς την παραποτάμιον περιοχή, περιεπλανήθησαν εις τα περί το χωρίον Τερζάντων δάση, ετρέφοντο με λαχανίδας και πατάτας, τας οποίας επρομηθεύοντο την νύκτα από τους κήπους, μέχρι της 19/11/1921, οπότε τους συνάντησαν τυχαίως ένοπλοι Σανταίοι, με την βοήθειαν των οποίων έφτασαν εις Τραπεζούντα.
Ημείς οι τρείς ετραπημεν διά μέσου του δάσους προς Νότον, χωρίς να γινόμεθα αντιληπτοί από τους Τούρκους, προς την διεύθυσιν των χωριών μας. Μπροστά βέβαια έτρεχαεγώ ως παιδί και πλέον δειλός, δεν είχα το θάρρος και την περιέργειαν, να βλέπω αν οι άλλοι ακολουθούν τον ίδιον δρόμον της φυγής μου και έτσι απεμακρυνθην από αυτούς αρκετά και όταν έφτασα εις το άκρον του δάσους εις ξέφωτον και αι φωναί και οι πυροβολισμοί έπαυσαν, εγύρισα να ιδώ που είναι οι άλλοι.
Αυτοί όμως εκρύφθησαν, σε κάτι θάμνους και παρά τον κίνδυνοε τον οποίον ως παιδί δεν αντελαμβανόμην ,ήρχισα χαμηλοφώνως να τους καλώ με τα ονόματα τους, καμμίαν απάντησιν δεν ελάμβανον, αν και ως εκ των υστέρων εξηκρίβωσα ενώ με άκουον δεν απαντούσαν, διότι εφοβούντο μήπως με συνέλαβον οι Τούρκοι και με υποχρέωσαν να τους φωνάξω δια να συλλάβουν και αυτούς.
Τέλος όταν απογοητεύθην και συγχρόνως με κατέλαβεν και ακατανίκητη νύστα και παρ' ότι η περιοχή αυτή εφημίζετο δια την παρουσίαν λύκων, εδέθηκα με ένα σάλι που έφερα εις την πλάτην μου,εις τον κορμό ενός δέντρου, διά να μην κοιμισμένος όπως ήμουν κατρακυλίσω λόγω του κατωφερούς του τοπίου και ευρεθώ επάνω εις το μονοπάτι που υπήρχεν ολίγον κάτω της θέσης μου και πέσω εις τας χείρας διερχομένων Τούρκων, κατελήφθην υπο τον ύπνον δεν ξεύρω επι πόσην ωραν, οπότε εξύπνησα από κάποιον θόρυβο τον οποίον έκαμνον τα κλαδιά των θάμνων από διερχόμενον άνθρωπον ή και ζώον, αμέσως αρχισα να τρέχω προς την κατευθυνσιν του θορύβου οποίος απεμακρύνετο, συγχρόνως άρχισα να φωνάζω και πάλιν τα ονόματά τους οπότε έφτασα τον θόρυβον και αντίκρυσα τους δύο συντρόφους μου οι οποίοι έψαχνον να με βρούνε όχι από ανθρωπιστικά αισθήματα, αλλά διότι ήξευρον ότι τους ήμουν απαραίτητος οδηγός, δια την καταφυγήν μας εις την περιοχήν της Μονής Σουμελά.
Δια τον λόγον αυτόν μόλις παρήλθεν ο κίνδυνος βγήκαν από τον κρυψώνα τους και έψαχνον να με βρούμε και έτσι εγλύτωσα από βέβαιο θάνατο που θα με εύρισκεν από τους Τούρκους την επομένη.
Απο εκεί άρχισεν η πορεία μας προς τη Δυτική κορυφογραμμή της περιοχής Καζουκλή. Εβαδιζαμεν και οι τρεις χέρι με χέρι δια να μην απομακρυνθώμεν ο ένας από τον άλλον, αν ευρισκόμεθα αποτόμως μπροστά σε κάποιον κίνδυνον, αλλά να τρέξωμεν και οι τρείς κατά την ίδια κατεύθυνσιν. Έτσι εφτάσαμεν παραποταμίως εις το παρεκκλήσιον της Αγίας Κυριακής όπου και πέρασαμε το ποτάμι.
Βέβαια όλη αυτή η διαδρομή εγίνετο νύχτα. Εγώ μόλις πέρασαμε το ποτάμι, επειδή τα εφθαρμένα υποδήματα μου εγλυστρούσαν όπως ήσαν βρεγμένα, εις την τελειως ανηφορικήν περιοχήν την οποίαν ακολουθήσαμε, τα πέταξα και άρχισα να βαδίζω ξυπόλητος.Τότε αντικρύσαμε τον τραγικόν Πανόραμα όλων των αμφιθετρικώς κειμένων σπιτιών των χωρίων Κοσλαράντων,Τερζάντων,Πινιατάντων,Ισχανάντων και των απέναντι Ζουρνατσάντων να καίωνται και ταπαράθυρα να φαίνωνται ως πανηγυρικώς φωτισμένα και τούτο διότι ως εκ της αθροίσεως των ξηρών εις τους αχυρώναν,η πυρκαϊα αυτών ή απο τον τουρκικό στρατό ή από τους περιοικους προς λεηλασίαν αθροισθέντας Τούρκους ητο ευκολωτάτη.
Από το απέναντι μας χωρίο Ζουρνατσάντων ηκούοντο Τουρκικαί φωναί, ίσως από αυτούς που διανυκτέρευσαν εκεί διά να συνεχίσουν την λεηλασίαν των , ή από την χαράν , ή τον φόβον των μήπως επιστρέψουν ένοπλοι από τους διασκορπισθέντες εις τα δάση Σανταίους και διότι ο τουρκικός στρατός με τους κατοίκους εγκατέλειψαν τη Σαντά και κατευθύνθησαν προς την Αργυρούπολη και απόλυτον ασφάλειαν δεν ησθάνοντο.
Επειδή το χωρίον Πιστοφάντων και πάλιν ήτο αθέατον από την θέση μας, επλησιάσαμεν,δια να ειδωμεν τι γίνεται εκεί με τους με τους συγκεντρωθέντας κατοίκους και μόλις διεπιστώσαμεν ότι και αυτό είχεν την ίδιαν τύχην με τα άλλα χωριά και εκαίετο,δεν μας έμενεν πλέον καμμία σανίς σωτηρίας παρα ή προς την Μονή Σουμελά πορεία μας.
Ανηφορίζοντες από την θέσιν Κατσιά εφθάσαμεν μακράν των χωρίων εις την κορυφογραμμήν της δυτικής οροσειράς Καζουκλή. Ο καιρός ήταν διαυγής, Πανσέληνος εφώτιζε τα πάντα και ο ολόκληρος η περιοχή ως εκ της εποχής ήτο κεκαλυμμένη από πάχνην, η οποία με προκάλεσαν την επομένην ένα είδος ελαφρού κρυοπαγήματος, εις τα πέλματα αμφοτέρων των ποδιών μου.
Από του Καζουκλή επειδή χαραγμένος δρόμος δεν υπήρχε και η συχνή ομίχλη εγίνετο πολλές φορέςη αιτία να χάσει κανείς τον προσανατολισμό του, δι αυτό από εκεί μέχρι του πρώτου παρχαριου Κοβλακά, υπήρχον τοποθετημένες μεγάλες πέτρες εις κανονικήν απόστασιν η μια απο την αλλην, που έδειχναν την σωστήν πορείαν.
Τις πέτρες αυτές ετοποθέτησεν ο εκ Πινιατάντων Κωφίδης και ήσαν γνωστές ως ως τα σύνορα τη Κωφίδη. Αυτές ακολουθήσαμεν και ασφαλώς απεμακρύνθημεν από την περιοχή της Σαντάς.Απο του Κοβλακά εφθάσαμεν εις άλλο παρχάρι,που νομίζω οτι ελέγετο το Μονενέν.
Το παρχάρι αυτό παρ' ότι απείχε πολύ από τη Λιβεράν είχεν χορηγηθή εις αυτήν διά σουλτανικού φιρμανίου, με την μεσολάβησιν της Ελληνίδας συζύγου ενός σουλτάνου, της Μαρίας της Λιβεραίας, γνωστή ως Γκιούλ Μπαχάρ( εαρινού ρόδου).
Η πορεία μας ήτο εύκολη ως εκ της πανσελήνου, αλλά και ο κίνδυνος μεγαλύτερος διότι η περιοχή ιδίως Καζουκλή Κοβλακά διεσχίζετο από τα τουρκικά ποίμνια, τα οποία κατά την εποχήν εκείνην διεκινούντομπρος χαμηλότερα και πλέον υπήνεμα μέρη.
Καθ'όλην αυτήν την πορεία μας ηκούσθησαν μόνο πέντε διαδοχικοί πυροβολισμοί, άγνωστον από ποίαν περιοχήν και που μετέβαλον την πορείαν μας σε αγώνα δρόμου. Κατά τα ξημερώματα της 14/9/1921 αντικρύσαμε τη Μονή Σουμελά, από την οποίαν απείχομεν περίπου ήμισυ τις ώρας δρόμον και έτσι με την Ανατολή του ήλιου χτυπησαμε την πόρτα της Μονής.
Αμέσως κάποιος μοναχός, ο οποίος εξετέλη χρέη θυρωρού γνωστός του πατρός μου ο οποίος εφημέρευεν τον καιρόν εκείνον εις το εν τραπεζούντι Μετόχιον της Μονής, μας άνοιξεν και μας είπεν ότι το μοναστήρι είχε καταληφθεί από το στρατό που ήλθεν από την Σαντά ( βεβαίως αυτό δεν ήτο αληθές, εγένετο δε μονον από φόβον μήπως έφθαναν και άλλοι φυγάδες μετά την καταστροφήν της Σαντάς την οποίαν επληροφορήθησαν) και μας εφοδίασεν με ένα καρβέλι και ολίγοις ελιές, και μας συνεβούλευσεν να απομακρυνώμεν της περιοχής, πράγμα που εξετελέσαμεν αμέσως.
Μετά την απομάκρυνση μας από τη μονή περί τα 200 μέτρα και εξαπλώσαμεν εις ένα ευήλιον μέρος διά να αναπαυθώμεν. Εγώ ήτο αδύνατον να βαδίσω, διότι είχον πρισθή τα πέλματα των ποδιών μου και όταν εδοκίμαζα να βαδίσω είχαν την εντύπωσιν ότι πατούσα επάνω σε καρφιά.
Δεν πέρασε παρά ολίγος καιρός και από την απέναντι πλευρά ηκούσθησαν φωνές Ελλήνων και σφυρίγματα και εφάνησαν κάπου δέκα άντδρες, μεταξύ των οποίων και ο φίλος μου ο Λαζαρίδης οι οποίοι από την περιοχή του σπηλαίου μετά την επίθεση των τουρκικών στρατευμάτων κατέφυγον και αυτοί προς την περιοχή της μονής.
Και αυτοί ως ήτο επόμενον Πήραν από τον εκτελούντα χρέη θυρωρού μοναχόν την ίδια απάντησιν. Μετά την πληροφορία που έλαβον ότι ήτο αδύνατος η παραμονή τους, διότι το μοναστήρι εφιλοξένει το Χιουτεούμ-Ταμπουρί, απεφάσισαν να επιστρέψουν και πάλι στη Σαντά.
Μετ αυτών επέστρεψαν και οι Γιαμάκ Χαράλαμπος και Τεριάς Χρύσανθος, οι οποίοι αντάμωσαν εις τα δάση τους διαφυγόντας ένοπλους Σανταίους και με τη βοήθεια αυτών τμηματικώς έφτασαν τις Τραπεζούντα.
Εγώ ήτο αδύνατον να βαδίσω και παρέμεινα περί την Μονήν. Μαζί μου παρεμεινεν και ο Λαζαρίδης Θεόδωρος δια να μη μείνω μόνος. Από εκεί εγώ σερνόμενος πότε επί της λεκάνης και πότε φορτωμένο στην πλάτη Λαζαρίδη εφτασαμεν κατά μήκος της χαράδρας της Μονής, εις το Ελληνικόν χωρίον Σκαλίτα και εζητήσαμνε φιλοξενίαν από το Μετόχιον του Αγίου Κωσταντίνου το οποίον εξεμεταλεύετο με την οικογένειά τηςχήρας αδελφής του, ο ιερομόναχος Δοσίθεος, η οποία και μας εδόθη προθύμως.
Μετά παραμονή μας μιας εβδομάδας αντελήφθημεν ότι η παραμονή μας κατέστη κάπως βαρετή εις τους φιλοξενουντας μας και επειδή τα πόδια μου δεν μεενοχλούσαν πλέον, απεφασίσαμεν να αναχωρήσωμεν δια Λιβεράν. Διανυκτέρευσαμεν την νύκταν εις έναν αχερώνα του ελληνικού χωριού Αγουρζεμών, και την επομένην εφθασαμεν εις Λιβερά όπου εφιλοξενήθημεν εις οικίαν εκ Σαντάς γραμματέως της Μητροπόλεως Ροδοπόλεως Ζαχαρία Γιαμάκ.
Μετά μια εβδομάδα από εκεί με μια άμαξα ενός Τούρκου εφθάσαμεν εις Τραπεζούντα, όπου επεκράτη ησυχία, διότι η ανταλλαγή δεν ήρχισεν ακόμα και όπου διεμενεν μονίμως ο πατήρ Αγαθάγγελος, μετά του μικρότερου αδελφού Ευσταθίου, γιατρού τώρα μονίμως διαμένοντος της Γαλλίας.
Έτσι έληξεν η εικοαήμερος περίπου περιπέτεια μου.
Ανδρέας Σπυράντης(Ιατρός) 1990
MAΡΤΥΡΙΑ ΙΩΑΝΝΗ ΕΥΦΡΑΙΜΙΔΗ
Το χωριό ανεστατώθη και οι κάτοικοι ρωτούσαν τι συμβαίνει και συνεκεντρούντο στο καφενείο του χωριού. Οι πυροβολισμοί εξακολουθούσαν. Χωρίς να χάσω λεπτό και κατά καθήκον, εφ'οσον ήμουν οργανωμένος εις την άμυναν, μπήκα σ'ένα γειτονικό σπίτι, ξεκρέμασα το μαλινχερ,το πήρα κι έφυγα προς την διεύθυνση του χωριού Τερζάντων, όπου και η έδρα του γενικού οπλαρχηγού Γιάννη Σπαθάρου.
Εκεί συνήντησα επάνω στον δημόσιο δρόμο τον οπλαρχηγό Θεοδόσιο Χειμωνίδη με τον Γιάννη Τριανταφυλλίδη εκ των Πινατάντων και αλλά δυο παλικάρια εκ του Τερζάντων,που συζητούσαν πως πρέπει να αντιμετωπισθή η εκδηλωθείσα επίθεσις των Τούρκων.
Χωρίς πολλάς συζητήσεις μαζί με τον Σπάθαρο και τους άλλους εφύγαμε γραμμή για το Φτελέν και σε χρονικό διάστημα μιας ώρας -ρεκόρ ταχύτητος-ευρέθημεν αντιμέτωποι των Τούρκων. Απο το Φτελέν ενισχύθημεν και με τρία άλλα παλληκάρια και εν όλω 8 πήραμε μέρος εις την μάχη. Οι Τούρκοι μόλις αντελήφθησαν την άφιξιν μας από τους πυροβολισμούς, ήρχισαν γρήγορα να οπισθοχωρούν συναποκομίζοντες και τα λεηλατηθέντα και κατευθύνονταν ταχέως προς την μεγάλη γέφυρα του ποταμού Γιάμπολη.
Εκεί εστράφησαν τα πυρά μας και εκεί υπήρξεν ο τάφος των εισβολέων. Εφονεύθησαν το όλον 14 Τούρκοι και αρκετοί ετραυματίσθησαν. Μετά την εκδίωξιν των Τούρκων εκ των Κοπαλάντων,διαταγή του οπλαρχηγού, εστράφησαν τα πυρά μας εναντίον των δυο χωρίων Αγρίδ και Ισχάν, και από τις σφαίρες μας μετεβλήθησαν σε κόσκινα τα ξύλινα σπίτια των Τούρκων και οι κάτοικοι διεσκορπισθησαν".
Το κείμενο παρατίθεται όπως δημοσιεύθηκε στην "Ποντιακή Εστία"
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΦΡΟΥΝΖΕ 2.
Οταν περνούσαν δίπλα από μια ομάδα αιχμάλωτων Ελλήνων στη Μερζιφούντα, ένας από τους αιχμαλώτους φώναξε στη σοβιετική αντιπροσωπεία ότι ήταν και αυτοί ένοχοι γιατί ενίσχυαν τον Κεμάλ και τους Τούρκους.
Το συναίσθημα αυτό των ανταρτών του δυτικού Πόντου ήταν εξαιρετικά έντονο.
Ο οπλαρχηγός Κισά Μπατζάκ (Κοντοπόδης) διακύρησσε: "... oι Ρώσοι κομμουνιστές δώσανε όπλα στον Κεμάλ για να χτυπήσει εμάς, του έδωσαν υποστήριξη, απελευθέρωσαν όλους τους Τούρκους στρατιώτες που είχαν συλλάβει αιχμαλώτους όταν μπήκαν στην Τραπεζούντα".
Υποστήριζε ότι οι κομμουνιστές κατέδιδαν τις προσπάθειες προμήθειας οπλισμού των ανταρτών από τη Ρωσία και παρέδιδαν Πόντιους στους Τούρκους.
Ο Φρούνζε έγραφε τα εξής για την πολιτική του Τοπάλ Οσμάν: "...όλη αυτή η πλούσια και πυκνοκατοικημένη περιοχή της Τουρκίας, ερημώθηκε σε απίστευτο βαθμό.
Απ' όλο τον ελληνικό πληθυσμό των περιοχών της Σαμψούντας, της Σινώπης και της Αμάσειας απόμειναν μόνο μερικές ανταρτοομάδες που περιπλανιόντουσαν στα βουνά.
Εκείνος που έγινε περισσότερο γνωστός για τις θηριωδίες του ήταν ο αρχηγός των Λαζών Οσμάν Αγάς, ο οποίος πέρασε δια πυρός και σιδήρου με την άγρια ορδή του όλη την περιοχή." Ο Αράλοβ, σοβιετικός πρέσβης στην Αγκυρα, ενημερώθηκε στη Σαμψούντα από τον αρχιστράτηγο Φρούνζε.
Ο Φρούνζε του είπε ότι είχε δει πλήθος Έλληνες που είχαν σφαγιαστεί, "βάρβαρα σκοτωμένους Έλληνες -γέρους, παιδιά, γυναίκες".
Προειδοποίησε επίσης τον Αράλοβ για το τι επρόκειτο να συναντήσει πτώματα σφαγιασμένων Ελλήνων τους οποίους είχαν απαγάγει από τα σπίτια τους και είχαν σκοτώσει πάνω στους δρόμους.
Για το θέμα αυτό ο Αράλοβ είχε ιδιαίτερη συνομιλία με τον Κεμάλ. Αναφέρει ο ίδιος:
"Του είπα (του Κεμάλ) για τις φρικτές σφαγές των Ελλήνων που είχε δει ο Φρούντζε και αργότερα εγώ ο ίδιος. Εχοντας υπ' όψη μου τη συμβουλή του Λένιν να μην θίξω την τουρκική εθνική φιλοτιμία, πρόσεχα πολύ τις λέξεις μου..."
Ο Κεμάλ απάντησε ως εξής στις "επισημάνσεις" του Φρούνζε:
"Ξέρω αυτές τις βαρβαρότητες. Είμαι κατά της βαρβαρότητας. Εχω δώσει διαταγές να μεταχειρίζονται τους Έλληνες αιχμαλώτους με καλό τρόπο...
Πρέπει να καταλάβετε τον λαό μας. Είναι εξαγριωμένοι.Ποιοί πρέπει να κατηγορηθούν για αυτό; Εκείνοι που θέλουν να ιδρύσουν ένα "Ποντιακό κράτος" στην Τουρκία..."
Ο Φρούνζε στο βιβλίο του "Αναμνήσεις από την Τουρκία" γράφει: "Από τους 200.000 Έλληνες που ζούσανε στη Σαμψούντα, τη Σινώπη και την Αμάσεια έμειναν λίγοι μόνο αντάρτες που τριγυρίζουν στα βουνά.
Το σύνολο σχεδόν των ηλικιωμένων, των γυναικών και των παιδιών εξορίστηκαν σε άλλες περιοχές με πολύ άχημες συνθήκες. Πληροφορήθηκα ότι οι Τσέτες του Οσμάν Αγά (σ.τ.σ. Τοπάλ Οσμάν) έσπειραν τον πανικό στην πόλη Χάβζα.
Έκαψαν, βασάνισαν και σκότωσαν όλους τους Έλληνες και Αρμένιους που βρήκαν μπροστά τους. γκρέμισαν όλες τις γέφυρες.
Παντού υπήρχαν σημάδια γκρεμίσματος. Η διαδρομή από την πόλη Καβάκ προς το πέρασμα Χατζηλάρ θα μείνει για πάντα στη μνήμη μου όσο θα ζω.
Σε απόσταση 30 χιλιομέτρων συναντούσαμε μόνο πτώματα. Μόνο εγώ μέτρησα 58. Σ' ένα σημείο συναντήσαμε το πτώμα μιας ωταίας κοπέλλας. Της είχανε κόψει το κεφάλι και το τοποθέτησαν κοντά στο χέρι της.
Σε κάποιο άλλο σημείο υπήρχε το πτώμα ενός άλλου ωραίου κοριτσιού, 7-8 χρονών, με ξανθά μαλιά και γυμνά πόδια. Φορούσε μόνο ένα παλιό πουκάμισο.
Απ' ότι καταλάβαμε, το κοριτσάκι καθώς έκλαιγε, έχωσε το πρόσωπό του στο χώμα, δολοφονημένο από το κάρφωμα της λόγχης του φαντάρου."
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΦΡΟΥΝΖΕ 1.
Πιθανότατα, οι μπολσεβίκοι να αντάλλαξαν με τον τρόπο αυτό την υποστήριξη του παντουρκιστικού κινήματος που δρούσε στη Ρωσία στην Οκτωβριανή τους Επανάσταση.
Οι σοβιετικοί λοιπόν προμήθευσαν τους κεμαλικούς με όπλα, χρήματα, στρατιωτικούς συμβούλους.
Η τουρκική αντεπίθεση στο μικρασιατικό μέτωπο κατά των ελληνικών στρατευμάτων το 1921, οργανώθηκε από τον Μ. Φρούνζε, στρατιωτικό απεσταλμένο των σοβιετικών.
Κατά συνέπεια, οι μαρτυρία των αποσταλμένων αυτών έχει ιδιαίτερη αποδεικτική σημασία.
O Φρούνζε, έδωσε μια από τις ελάχιστες μαρτυρίες για τους ηττημένους αντάρτες:
"Συναντήσαμε μια μικρή ομάδα από 60-70 Έλληνες, οι οποίοι μόλις είχαν καταθέσει τα όπλα. Όλοι τους είχαν εξαντληθεί στο έπακρο...
Αλλοι έμοιαζαν κυριολεκτικά με σκελετούς. Αντί για ρούχα κρέμονταν από τους ώμους τους κάτι απίθανα κουρέλια.
Στο κέντρο της ομάδας βρίσκονταν ένας ψηλός κι' αδύνατος παπάς, φορώντας το καλυμαύχι του...
Φυσούσε κρύος αέρας και όλη η ομάδα κάτω από τα σπρωξίματα των συνοδών-στρατιωτών, κατευθυνόταν με πηδηματάκια προς τη Χάβζα.
Μερικοί όταν μας αντίκρυσαν, άρχισαν να κλαίνε δυνατά ή μάλλον να ουρλιάζουν, μια και ο ήχος που ξέφευγε από τα στήθη τους, έμοιαζε περισσότερο με ουρλιαχτό κυνηγημένου ζώου".
ΜΑΡΤΥΡΙΑ GEORGE HORTON
"...Δεν πρέπει, επίσης, να λησμονούμε ότι αι τουρκικαί σφαγαί κατά τας οποίας άνω του ενός εκατομμυρίου (Έλληνες) απωλέσθησαν,
είναι σχετικώς πρόσφαται και οι Τούρκοι , μετά των οποίων διαπραγματευόμεθα, είναι, ως επί το πλείστον,
οι ίδιοι εκείνοι οι άνθρωποι των όποιων τα χέρια είναι βουτηγμένα εις όλο αυτό το αίμα.
Πρέπει να επιδείξουν κάποιο ίχνος μεταμέλειας και καταλήγων εκφράζω την αγανάκτησαν μου ως Αμερικανού δια τον χαρακτηρισμού του Μουσταφά Κεμάλ ως "Γ. Ουάσιγκτον" της Τουρκίας.
Είναι ένας αρχιδολοφόνος και η δημοκρατία του μια καταισχύνη εδραιωμένη εις το αίμα και συντηρούμενη με τους απαγχονισμούς χιλιάδων συμπατριωτών του"
Δήλωση του Τζώρτζ Χόρτον, Αμερικανού Γενικού Προξένου στην Σμύρνη, στην εφημερίδα "Ουάσιγκτον Σταρς"
Φάνης Μαλκίδης Η γενοκτονία στο διεθνές περιβάλλον. Το τοπικό κοινοβούλιο της Νότιας Αυστραλίας αναγνωρίζει την γενοκτονία
Πριν ακριβώς ένα χρόνο μιλώντας στην Αδελαίδα, στην εκδήλωση που είχε διοργανώσει μία από τις παλαιότερες ποντιακές οργανώσεις του πλανήτη, η Ποντιακή Αδελφότητα Νότιας Αυστραλίας (έτος ίδρυσης 1958), είχαν προταθεί δύο ζητήματα προς υλοποίηση. Το πρώτο ήταν να τεθεί στην πολιτική ατζέντα της Αυστραλίας το ζήτημα της γενοκτονίας. Το δεύτερο ήταν να γίνει ένας αγώνας της ποδοσφαιρικής ομάδας της Αδελφότητας «Ποντιακοί Αετοί»- μετέχει στο εθνικό πρωτάθλημα της Αυστραλίας- στη μνήμη των Ποντίων ποδοσφαιριστών του Ελληνικού Αθλητικού Συλλόγου «Πόντος» Μερζιφούντας που δολοφονήθηκαν το 1921 στην Αμάσεια. Το δεύτερο πραγματοποιήθηκε το φθινόπωρο του 2008, όταν οι Πόντιοι της Αυστραλίας φορούσαν τα ακριβή αντίγραφα της στολής που φορούσαν οι πρόγονοί τους στον Πόντο.
Το πρώτο αφού πέρασε την περίοδο της προετοιμασίας και της αρχικής κινητοποίησης- ανάρτηση σχετικής πλάκας για τη γενοκτονία στο μουσείο Μετανάστευσης της Αδελαιδας- αλλά και των αντιδράσεων της Τουρκίας, έφτασε σήμερα, 30 Απριλίου 2009, στο τελικό της στάδιο. Με βάση το Ψήφισμα το οποίο κατέθεσε στη βουλή της Πολιτείας της Νότιας Αυστραλίας ο υπουργός Δικαιοσύνης M. Άτκινσον, η τοπική Βουλή της Νότιας Αυστραλίας ενέκρινε ομόφωνα το ψήφισμα για την αναγνώριση της Γενοκτονίας από τους Τούρκους την περίοδο 1915-1923. Στη ειδική συνεδρίαση στην οποία έλαβαν μέρος και τα 45 μέλη του τοπικού κοινοβουλίου, μίλησαν 4 βουλευτές του κυβερνώντος και άλλοι τόσοι της αντιπολίτευσης. Με το ψήφισμα, η Βουλή της Νότιας Αυστραλίας αναγνωρίζει ότι “η γενοκτονία σε βάρος των Αρμενίων, των Ελλήνων, των Ασσυρίων και άλλων μειονοτήτων, είναι από τα μεγαλύτερα εγκλήματα που έγιναν ποτέ σε βάρος της ανθρωπότητας. Με το ψήφισμα, καταδικάζονται τα εγκλήματα από τον λαό και την πολιτεία της Νότιας Αυστραλίας, τα οποία δεν παραγράφονται εξαιτίας του χρόνου που διέρρευσε από τότε που διαπράχθηκαν, ενώ τέλος καλείται η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Αυστραλίας να αναγνωρίσει τη γενοκτονία. Το συγκεκριμένο ψήφισμα αποτελεί αποτέλεσμα της μεγάλης και ανιδιοτελούς προσπάθειας που γίνεται στην Αυστραλία, αλλά και σε όλο τον κόσμο, για το ζήτημα της γενοκτονίας. Παρά τις αντιδράσεις του θύτη, ο αγώνας συνεχίζεται και έχει αποτελέσματα. Μετά τη λήθη, το θάνατο, το σκοτάδι, έρχεται η μνήμη, η ανάσταση, η ζωή και το φως.
Το πλήρες κείμενο του ψηφίσματος είναι το εξής:
Επειδή η γενοκτονία που διαπράχθηκε από το Οθωμανικό κράτος μεταξύ 1915- 1923 εναντίον των Αρμενίων, Ελλήνων, Ασσυρίων και άλλων μειονοτήτων στη Μικρά Ασία, είναι ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας, ο λαός της Νότιας Αυστραλίας και το κοινοβούλιό του,
Μαζί με τα μέλη των κοινοτήτων των Αρμενίων της Αυστραλίας, των Ελλήνων Ποντίων της Αυστραλίας και των Ασσυρίων της Αυστραλίας, τιμά τη μνήμη των αθώων ανδρών, των γυναικών και των παιδιών, οι οποίοι ήταν τα θύματα της π΄ρωτης σύγχρονης γενοκτονίας, καταδικάζει τη γενοκτονία των Αρμενίων, των Ελλήνων και των Ασσυρίων και άλλων χριστιανικών μειονοτήτων και όλες τις άλλες ενέργειες Γενοκτονίας σαν έσχατες ενέργειες θρησκευτικού ρατσισμού και πολιτισμικής μισαλλοδοξίας, αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα της μνήμης και της διδασκαλίας αυτών των σκοτεινών κεφαλαίων της ανθρώπινης ιστορίας, τα οποία δεν πρέπει να επαναληφθούν, καταδικάζει και αποτρέπει όλες τις προσπάθειες για άγνοια και διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας της γενοκτονίας των Αρμενίων και άλλων πράξεων γενοκτονίας που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα, με τη δικαιολογία την πάροδο του χρόνου, αναγνωρίζει τη σημαντική ανθρωπιστική προσπάθεια του λαού της Νότιας Αυστραλίας στα θύματα και στους επιζώντες της Γενοκτονίας των Αρμενίων και των Ελλήνων και καλείται η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Αυστραλίας να αναγνωρίσει τη γενοκτονία.
Montag, 23. März 2009
15η Συνδιάσκεψη στην Φρανκφούρτη 2009
Sonntag, 8. März 2009
Samstag, 7. März 2009
Καμπάνα Του Πόντου
Θεέ μ', ποίσον με ίντα θελ' τς,
μόνο σον τόπο μ' άφς ‘με .
Αφς ΄με αδά να θάφκουμαι ,
σον τόπο ντ' εγενέθα ,
σο μνήμαν όπου έθαψαν
την μάνα μ' και τον κύρη μ'
Έναν πουλίν, μαύρον πουλίν,
μαύρον άμον την νύχταν,
ολονυχτίς τριγύριζεν
ολόγερα σον Κάστρεν,
σον Κάστρεν, σα καστρότειχα
τη μαύρο - Τραπεζούντας,
που έχ' τα ρίζας σον γιαλόν
και την κορφήν ατ΄ς σ'άστρα
π'είχεν δέκα καστρόπορτας,
κι ούλα χαλκοδεμένα,
κι απ΄εξ'ας σα καστρόπορτας,
ορμία και ποτάμια
ντο έδεναν και έλυναν
γεφύρια σιδερένια.
Όλεν ο κάστρεν έλαμπεν,
άμον ντο λάμπ' ο ήλεν,
και το παλάτιν έλαμπεν
άμον διαμάντ' σον φέγγον,
τη βασιλέα το Παλάτ',
τη Κομνηνών φωλέα,
π'έτον τρανόν και θαμαστόν,
κάστρεν απάν'σον κάστρεν.
Κάποτε εγέντονε σεισμός
κ'η γη όλεν εσείεν,
κ'έναν Δεκαπενταύγουστον
κι έναν μαύρον ημέραν
επάρθεν τα κλειδία θε,
κι ο Κάστρεν εκρεμίεν
'Πέμναν τα πόρτας ανοιχτά,
το Παλάτ' δίχως θρόνον
και δίχως τοι παλατιανούς
και χώρις βασιλέαν
και ο Κάστρεν ο θεόρατον
εγέντον κοιμητήρι.
Χρόνα έρθαν κ'εδέβανε,
καιροί έρθαν και πάγ νε
Έναν πουλίν, μαύρον πουλίν,
μαύρον άμον την νύχταν,
ολονυχτίς τριγύριζεν
γύρω τα καστροπόδα,
π'επέμναν έρμα κι άκλερα,
γομάτα κωλισάφρας.
Ολονυχτίς τριγύριζεν
με τα φτερά'νοιγμένα,
και επεστάθεν την αυγήν
κ'εκάτσεν σ'έναν άκραν
μονάκριβου παρασταρί',
δίχως επανωθύρι,
απομεινάρ'τη Παλατί,
κιντέας ντ'εγομώθεν.
Τερεί απάν', τερεί αφκά,
τερεί οπίσ' και έμπρα,
μακρογουλίζ', καλοτερεί
καλύτερα
σ'ανατολή και δύσην
κι αρχινά να μοιρολογά
μ'ανθρώπινον λαλίαν.
Θεέ μ'! Δείξον τη δύναμη'σ!
Χριστέ μ' ποίσον το θάμα σ'!
Ποίσον με ποταμόπετραν
βαρύν τη καταρράχτε,
Ποίσον με Σπέλιας κατωθύρ'
'σ σην γην καταχωμένον.
Ποίσον μ', αν θέλτς,
μικρόν λιθάρ,
αν θέλτ'σ, ποίσο με χώμαν
Θεε μ'... ποίσον με ίντιαν θέλ'τς
μόνον 'σ σον τόπο μ' αφ'σ με.