Donnerstag, 20. Mai 2010

Του Νίκου Ζουρνατζίδη

Μάθαινε τα παλιά να ξέρεις τα καινούργια.

«Αν θέλεις να φτάσεις προς το άπειρο γνώρισε το πεπερασμένο σε όλες του τις εκφάνσεις˙το πεπερασμένο ανήκει και ο λαϊκός πολιτισμός» (Κ. Καραθοδωρής, μαθηματικός).

Αναπόσπαστο κομμάτι του λαϊκού πολιτισμού αποτελεί ο τομέας της ενδυμασίας. Η γνώση πάνω σε αυτόν τον τομέα, όπως και σε κάθε τομέα του λαϊκού πολιτισμού, πρέπει να είναι σαφής, ανεπηρέαστη από προκαταλήψεις και συναισθηματισμούς, προκειμένου να αποτελεί γνήσια παράδοση. Στο πλαίσιο αυτό και με αφορμή τη «διαμάχη» που έχει προκύψει στον οργανωμένο ποντιακό χώρο σχετικά με τη χρήση του φεσιού ως εξαρτήματος της παραδοσιακής ποντιακής ενδυμασίας, θεωρούμε χρέος μας να παραθέσουμε μία σειρά μαρτυριών συναφών με το θέμα, πιστεύοντας ότι με τον τρόπο αυτό υπηρετούμε τη γνώση και την αλήθεια.

«Η ενδυμασία, όπως και η κατοικία και η τροφή, προσείλκυσε το επιστημονικό ενδιαφέρον, ως το σημείο να διαμορφωθεί και επιστημονικός κλάδος, μια αυτόνομη επιστήμη, η ενδυματολογία, που ερευνά σε βάθος τα ενδύματα και το ντύσιμο από σκοπιά ιστορική, οικονομική, ψυχολογική, κοινωνιολογική, γεωγραφική και κατασκευαστική. Ερμηνεύει έτσι, την πολυδιάστατη παρουσία των ενδυμάτων και τους παράγοντες που την καθορίζουν, καθώς, από τους προϊστορικούς ήδη χρόνους αυτά ξεπέρασαν τον πρωταρχικό τους σκοπό, απλά προστατευτικό από τις καιρικές συνθήκες, και διαδραμάτισαν το ρόλο μεταφοράς πληροφοριών για την προσωπική και κοινωνική ταυτότητα των ατόμων.
[…]Οι πηγές μελέτης της παραδοσιακής φορεσιάς είναι πολλές, γραπτά κείμενα, εικαστικές μαρτυρίες, προφορική παράδοση, αλλά κυρίως οι ίδιες οι φορεσιές, που έχουν διασωθεί και φυλάσσονται σε ιδιωτικές συλλογές και μουσεία.
[…]Ο τρόπος διαμόρφωσης των ενδυμασιών αυτών ακολουθεί τους νόμους της παράδοσης: είναι προφορικός και άγραφος. Η μια γενιά παραδίδει στην άλλη, η μάνα στην κόρη, ο παππούς στον εγγονό, ο τεχνίτης στο μαθητευόμενο, γεγονός που συνεπάγεται συντηρητισμό και πολύ αργές εξελικτικές διαδικασίες, που χαρακτηρίζουν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής στο σύνολό του.
Οι παραδοσιακές ενδυμασίες δεν ακολουθούσαν τη μόδα κάθε εποχής, τούτο όμως δε σημαίνει ότι δεν επηρεάζονταν από τη μόδα. Οι αλλαγές είναι μικρές κι ο ρυθμός αργός, για την παραδοσιακή κοινωνία οποιαδήποτε αλλαγή έπρεπε να έχει τη γενική αποδοχή των μελών της κοινωνίας.
Τι συμβαίνει σήμερα.
[…] Ο δημοτικός χορός δεν είναι μόνο διασκέδαση και η φορεσιά δεν είναι μια διακόσμηση. Έχοντας υπόψη τον πολύπτυχο ρόλο των κουστουμιών στην κοινότητα γεννιέται συνακόλουθα το ερώτημα: ποια ακριβώς ενδυμασία εννοούμε, ή καλύτερα, χρησιμοποιούμε για να αναβιώσουμε, να αναπαραστήσουμε το παρελθόν, ώστε, ταυτόχρονα, με την «εικαστική ρητορική» της να μεταδώσει τα μηνύματα που θα γνωστοποιήσουν την οργανική σχέση της με την κοινότητα;
1.Την ενδυμασία ποιας χρονικής περιόδου; όταν από τα τέλη του 19ου αι. ήρθε η οριστική εγκατάλειψη των παραδοσιακών στοιχείων των φορεσιών και η αστικοποίησή τους.
2.Την ενδυμασία ποιανού τόπου, όταν γνωρίζουμε ότι κάθε τόπος έχει τη φορεσιά του[…]
3.Την ενδυμασία ποιας κοινωνικής ηλικίας όταν στις παραδοσιακές κοινότητες οι κατά ηλικία διακρίσεις και των δύο φύλων σημειώνονταν με τη φορεσιά τους…
4.Την ενδυμασία ποιας χρονικής στιγμής – περίστασης[…]
Στα παραπάνω ερωτήματα που αφορούν την επιλογή συγκεκριμένου σχήματος που θα «αναβιώσει» και που συνακόλουθα θα «ντύσει» μια παράσταση παραδοσιακών χορών, σπάνια δίνουμε απαντήσεις, όταν το γεγονός είναι συντελεσμένο, γιατί το οπτικό αποτέλεσμα που ένας ειδήμων παρακολουθεί πολύ συχνά είναι ένα συνονθύλευμα σχημάτων, χρωμάτων, στοιχείων που καμιά πραγματικότητα του παρελθόντος δεν αντιπροσωπεύει στο σύνολό του.
Ο Άλκης Ράφτης για το θέμα αυτό επισημαίνει: «κανείς δε φαίνεται να υποψιάζεται ότι οι φορεσιές αυτές δεν είναι μια κάποια μεταμφίεση, δεν είναι κοστούμια για καρναβάλι. Είναι ιστορικά αντικείμενα, εθνικά κειμήλια, απομεινάρια ενός πολιτισμού που αναπτύχθηκε από τους προγόνους μας και τελειοποιήθηκε επί αιώνες…»
(Ελληνικές παραδοσιακές φορεσιές και τοπική ενδυμασία.
Επιμέλεια: Ομηριάδης Αλέξανδρος, Νέος Σκοπός 2008).

«[…]Μια ματιά στα ιστορικά στοιχεία δείχνει αμέσως ότι τεράστιος αριθμός Οθωμανών χριστιανών και εβραίων βρίσκονταν πάνω από τους μουσουλμάνους στην κοινωνική ιεραρχία, απολαμβάνοντας μεγαλύτερο πλούτο και πρόσβαση στην πολιτική εξουσία. Σε πολλές περιπτώσεις, ένας πλούσιος χριστιανός έμπορος, για παράδειγμα, είχε μεγαλύτερο τοπικό κύρος και επιρροή από έναν εξαθλιωμένο μουσουλμάνο στρατιώτη. Η κατηγορία δηλαδή του μουσουλμάνου ή του χριστιανού δεν καθόριζε από μόνη της την κοινωνική, οικονομική και πολιτική πραγματικότητα ενός ατόμου, αλλά αποτελούσε μια από τις πολλές ιδιότητες που το καθόριζαν[…]
Οι νόμοι περί ενδυμασίας, οι οποίοι χρησιμοποιούνταν από παλιά τόσο από το κράτος όσο και από τους υπηκόους αποτελούσαν σημαντικούς δείκτες κοινωνικής κινητικότητας και επεσήμαιναν τις διαφορές μεταξύ αξιωματούχων, ανάμεσα στους αξιωματούχους και τις τάξεις των υπηκόων, και ανάμεσα στις τάξεις των υπηκόων. Οι νόμοι καθόριζαν το συγκεκριμένο κάλυμμα της κεφαλής και τα ενδύματα που προσιδίαζαν σε κάθε βαθμό, έδιναν έμφαση στο κάλυμμα της κεφαλής αλλά διέκριναν επίσης τύπους και χρώματα ενδυμάτων, υποδημάτων, ζωνών και άλλων εξαρτημάτων της αμφίεσης. Οι νόμοι αυτοί είχαν σκοπό να διακρίνουν το λαό σε χωριστές ομάδες, η κάθε μία με τη χαρακτηριστική της ενδυμασία, μέσα στις οποίες όλοι γνώριζαν τα όριά τους και σέβονταν τους ανωτέρους τους. Μερικές φορές την πρωτοβουλία για τη θέσπιση ή την επιβολή των νόμων περί ενδυμασίας την έπαιρνε το κράτος. Σε άλλες όμως περιπτώσεις, αυτό ήταν έργο των υπηκόων: φοβούμενοι την υπονόμευση της θέσης τους στην κοινωνία, έκαναν έκκληση στο κράτος να δράσει. Νόμοι περί ενδυμασίας ίσχυαν σε πολλές περιοχές του «προνεωτερικού» κόσμου, και ιστορικοί έχουν επισημάνει το στενό συσχετισμό ανάμεσα σε μεταβολές στην αμφίεση και σε μεταβολές στη δομή της κοινωνίας. Μοιάζει σημαντικό το γεγονός ότι ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής (1520 - 1566) επέβαλε μαζικές ρυθμίσεις που καθόριζαν την ενδυματολογική συμπεριφορά, ακριβώς τη στιγμή που η αυτοκρατορία έφτανε στο τέλος μιας εποχής μεγάλης κοινωνικής κινητικότητας και ρευστότητας. Από εκεί και ύστερα, οι νόμοι περί ενδυμασίας παρέμειναν αμετάβλητοι στη βάση τους για πάνω από 150 χρόνια μέχρι περίπου το 1720. Κατά την περίοδο αυτή, οι αλλαγές στην ενδυμασία ήταν σχετικά λίγες και η κοινωνική κινητικότητα συγκριτικά μικρή. Κατόπιν όμως, ξεκινώντας από τις αρχές του 18ου αι., άρχισε μια σταθερή ροή νόμων περί ενδυμασίας. Την εποχή εκείνη, σε ολόκληρο τον κόσμο – στην Ευρώπη, στις δύο Αμερικές, την ανατολική Ασία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία – αναδύονταν νέες ομάδες οι οποίες αμφισβήτησαν την οικονομική, κοινωνική και πολιτική εξουσία των κυρίαρχων δυναστειών και των υποστηρικτών τους.
[…]Από την εποχή των Τουλιπών και σε όλο τον υπόλοιπο 18ο αι. εμφανίστηκε πληθώρα νόμων περί ενδυμασίας, όπως για παράδειγμα τη δεκαετία του 1720, του 1750, 1790. Οι νόμοι αυτοί κήρυτταν την πίστη σε ένα στάτους κβο ιδιαίτερα εφήμερο – στην ηθική, την κοινωνική πειθαρχία και την τάξη – και κατήγγειλαν με στόμφο γυναικεία και ανδρικά ενδύματα που μπορεί να ήταν πολύ σφιχτά, πολύ άσεμνα, πολύ ιδιόρρυθμα ή με λάθος χρώματα. Τη δεκαετία του 1760 οι νόμοι καταδίκαζαν τους εμπόρους και τεχνίτες που φορούσαν γούνα ερμίνας, προνόμιο του σουλτάνου και των βεζίρηδων του.
Η κοινωνική μεταβολή και κινητικότητα έγινε τόσο έντονη και υπερέβη τόσο τη δυνατότητα του κράτους να την ελέγξει ώστε το 1829 ο σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ υποχώρησε ξαφνικά και κατάργησε τα παλιά διακριτικά κοινωνικής θέσης που βασίζονταν στην αμφίεση. Στη θέση τους, ένα νέο σύστημα ρυθμίσεων απαιτούσε από όλους τους αξιωματούχους να φορούν φέσι, δηλαδή ακριβώς το ίδιο κάλυμμα κεφαλής. Με την πράξη αυτή όλοι οι κρατικοί υπάλληλοι είχαν την ίδια εμφάνιση: τα διαφορετικά τουρμπάνια και τα τιμητικά ενδύματα καταργούνταν. Μόνον οι ιερατικές τάξεις εξαιρούνταν από τη ρύθμιση. Οι γυναίκες από τη μεριά τους, απλώς αγνοήθηκαν. Επιπλέον, ο σουλτάνος ζητούσε και από τις τάξεις των μη αξιωματούχων να φορούν το φέσι, προκειμένου να δημιουργήσει μια αδιαφοροποίητη οθωμανική υπηκοότητα χωρίς διακρίσεις. Ο νόμος του 1829 αντέστρεψε τις προηγούμενες πρακτικές, που χρησιμοποιούσαν τη νομοθεσία περί ενδυμασίας προκειμένου να δημιουργήσουν ή να διατηρήσουν διαφορές, και στη θέση τους επεδίωκε να επιβάλει μια οπτική ομοιομορφία σε όλους τους κρατικούς υπαλλήλους και υπηκόους αρσενικού γένους.
Μακραίωνοι κανόνες που στόχευαν να διαχωρίζουν τους μπαλωματήδες από τους αργυροχόους, τους εμπόρους από τους τεχνίτες και τους μουσουλμάνους από τους μη μουσουλμάνους, αίφνης εξαφανίστηκαν. Φορώντας το φέσι, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι και η υπόλοιπη ανδρική κοινωνία (εκτός από τις ιερατικές τάξεις) έπρεπε στο εξής να έχουν την ίδια εμφάνιση ενώπιον του μονάρχη και μεταξύ τους. Δεν θα υπήρχαν πλέον διακριτικά επαγγέλματος, βαθμού ή θρησκείας βάσει της αμφίεσης. Ο νόμος του 1829 προοιωνιζόταν έτσι τα διατάγματα του Τανζιμάτ το 1839 και το 1856, τα οποία προσπάθησαν να εγκαθιδρύσουν την ισότητα όλων των Οθωμανών υπηκόων, ασχέτως θρησκευτικής ή άλλης συλλογικής ταυτότητας.
Πολλοί καλωσόρισαν την τελική εξαφάνιση των παλιών διακριτικών, τα οποία μετά από πιέσεις κατέρρευσαν μπροστά στη διογκούμενη κοινωνική μεταβολή. Φέσι, φράκο και παντελόνι έγιναν η νέα στολή των αξιωματούχων. Ελεύθεροι τώρα από νομικούς περιορισμούς, πολλοί πλούσιοι έμποροι, οι οποίοι κατά κύριο λόγο δεν ήταν μουσουλμάνοι, υιοθέτησαν αμέσως τη νέα ενδυμασία προκειμένου να αποφύγουν τις διακρίσεις που επέφερε ενίοτε η διαφορετικότητα. Άλλοι Οθωμανοί υπήκοοι όμως απέρριπταν την προσπάθεια να δημιουργηθεί ενιαία ενδυμασία και δημιούργησαν νέα κοινωνικά διακριτικά. Στην κατώτερη βαθμίδα της κοινωνικής κλίμακας, οι Οθωμανοί εργάτες – τόσο μουσουλμάνοι όσο και μη – απέρριπταν συχνά το φέσι. Δεν επρόκειτο για κάποιο αντιδραστικό μέτρο που αντιτίθονταν στην ισότητα μουσουλμάνων και μη. Οι εργάτες επέμεναν στη διατήρηση της ταξικής διαφοράς και αλληλεγγύης, ενάντια σε ένα κράτος που επιτίθετο στα προνόμια των συντεχνιών, είχε εξοντώσει τους γενίτσαρους προστάτες τους και αποδομούσε οικονομικά προγράμματα που για πολύ καιρό προσέφεραν προστασία και προνόμια στους εργάτες. Πολλοί, όχι όμως όλοι οι εργάτες, μουσουλμάνοι και μη, έμεναν σε ένα κάλυμμα κεφαλής που τους διέκρινε ως ξεχωριστή ομάδα. Κάποιοι εργάτες φορούσαν το φέσι και άλλοι διατηρούσαν ένα ξεχωριστό κάλυμμα. Σε ανώτερες θέσεις της κοινωνικής κλίμακας, πολλοί πλούσιοι, μουσουλμάνοι ή μη, επεδείκνυαν τον καινούργιο πλούτο τους, την ισχύ και τη σημαντική κοινωνική θέση τους με το να ντύνονται υπερβολικά, σύμφωνα με την τελευταία λέξη της μόδας. Η διαδικασία κατέληξε σε εμπαιγμό της νομοθεσίας του 1829, η οποία προσπαθούσε να επιβάλει την ομοιομορφία, τη σεμνότητα και την απλότητα.
Η αυξανόμενη ενδυματολογική ετερογένεια του 19ου αι. αντανακλούσε έτσι την ογκούμενη κοινωνική ρευστότητα και την προϊούσα διάλυση των παλαιών συνόρων, τα οποία χώριζαν τις διάφορες επαγγελματικές και θρησκευτικές ομάδες και τάξεις στην Οθωμανική κοινωνία».
(Donald Quataert, Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, Οι τελευταίοι αιώνες, 1700-1922, μετάφραση Μαρίνος Σαρήγιαννης, εκδ. Αλεξάνδρεια).

ΑΥΣΤΗΡΑ ΔΙΑΤΑΓΗ ΔΙΑ ΤΑΣ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΡΑΓΙΑΔΩΝ
Τ.Α.Η. Κωδ. 9ος, σελ.215 25 zilkade 1174
Αρ. μεταφρ. 2727 29 Μαΐου 1761
«Ιερολογιώτατε Καδή εφένδη του Χάνδακος και εντιμότατε αρχιαστυνόμε και αγά του εν Χανδάκι υψηλού τάγματος των αυτοκρατορικών γενιτσάρων, γίνεται υμίν γνωστόν.
Επειδή η ενδυμασία και εξωτερική εμφάνισις των εν τη χώρα του Ισλάμ κατοικούντων φόρου υποτελών Ιουδαίων, Χριστιανών και Αρμενίων της Περσίας δέον να διακρίνεται και διαχωρίζεται από ταύτην του ισλαμικού κόσμου και είναι τούτο εκ των αναγκαίων απαιτήσεων της θρησκείας, εξεδόθη προ καιρού, δια την εν τη πεφημισμένη σουλτανική πόλει Ισλαμπόλ κατοικούσαν τάξιν των ανθρώπων τούτων, έξοχος αυτοκρατορική διαταγή, δυνάμει ειδικού αυτογράφου διαταγής του Α. Μεγαλειότητος του κραταιού και σεβαστού ημών Άνακτος και αυθέντου μας, διακανονιστική του ζητήματος τούτου. Συμφώνως προς το υψηλόν γράμμα της διαταγής ταύτης, η οποία δέον να ισχύει δι’ ολόκληρον την περιφρούρητον αυτοκρατορικήν επικράτεια, επιβάλλεται όπως απαγορευθή και γίνη αυστηρά παραγγελία εις την τάξιν των χριστιανών, δια να μην φέρουν σαλβάρια από τσόχαν, τα οποία φορεί ειδικώς η εν Χάνδακι τάξις των Μουσουλμάνων, οι γενίτσαροι του υψηλού αυτοκρατορικού τάγματος και οι λοιποί στρατιωτικοί, ούτε και περισκελίδες γενιτσάρων, ούτε και γεμενιά (Είδη μανδηλίων εξ υφάσματος χρωματιστού και κλαδωτού, χρησιμοποιουμένων ως φακιόλια των γυναικών) κοκκίνου χρώματος και κόκκινα φέσια και άλλα ενδύματα, τα οποία ειδικώς φορούνται από τους Μουσουλμάνους, διά να δύνανται ούτω να διακρίνονται από την τάξιν των Μουσουλμάνων…
Τη 25 Ζιλκαδέ 1174 (29 Μαΐου 1761)».
`
Και παρακάτω σε άλλη διαταγή που εκδόθηκε στις 25 Αυγούστου 1762 (4 Safer 1176) αναφέρεται: «…Οι εν τη πόλει κατοικούντες φόρου υποτελείς εκ της τάξεως των απίστων, βασιζόμενοι επί τινων ατόμων και επί της ολιγορίας των αρμοδίων, περιφέρονται εντός του φρουρίου φέροντες ενδυμασίας αι οποίαι είναι όμοιαι προς τας ενδυμασίας των Μουσουλμάνων και άλλοι πάλιν εκ των απίστων φέρουσι επί των κεφαλών των κόκκινα φέσια και τυλίγουσιν αυτά με σαρίκια και ούτω καθίσταται δύσκολος ο διαχωρισμός και η διάκρισις αυτών από τους Μουσουλμάνους. Επειδή το να περιφέρεται η τάξις αυτή των απίστων με μουσουλμανικήν ενδυμασίαν αντίκειται προς τον Ιερόν Νόμον και η απαγόρευσις και αποπομπή της μιαράς αυτής υποθέσεως υπό των διοικητών και αξιωματούχων υπέχει θέσιν απαράβατου καθήκοντος, συμφώνως προς τον μωαμεθανικόν Ιερόν Νόμον, όστις είναι και η βάσις της θρησκείας μας, ως εκ τούτου, από τούδε και εις το εξής, η τάξις αύτη των απίστων ραγιάδων δεν θα έχη ως κάλυμμα κεφαλής κόκκινα ή άσπρα φέσια και δεν θα περιτυλίγει αυτά με λευκόν ή έγχρωμον ύφασμα, όπερ είναι ίδιον τοις Μουσουλμάνοις, αλλά θα φορεί σαλβάρια από μαύρον και κυανούν ύφασμα, χωρίς φουφούλες και δίπλες, και δεν θα φέρη εις τους πόδας κόκκινα γεμενιά, αλλά θα περιφέρεται με μαύρα γεμενιά και κόκκινα παπούτσια, τα οποία είναι ίδια δια τους απίστους και θα περιφέρεται ούτω με αμφίεσιν απίστου, δια να διαφέρη και διακρίνεται από την τάξιν των μουσουλμάνων».
(Σταυριανίδου Σ. Ν. «Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων», τ. Ε΄, έγγραφα περιόδου 1752 -1765, σελ. 160 – 161, Ηράκλειο Κρήτης 1985).

Καλύμματα κεφαλής
«Το φέσ’ κοινώς φέσι ήτο χρώματος βαθέως κοκκίνου ή βυσσινί έλαβε δε το Τουρκικόν όνομά του εκ της πόλεως του Μαρόκου Φεζ, ένθα ως γνωστόν αρχικώς κατασκευάζοντο τοιαύτα, βαθμιαίως όμως η εκεί βιομηχανία φεσίων παρήκμασεν , εισήγοντο δε ταύτα εν Τουρκία εξ Αυστρίας.
Το φέσ’ είχε φούνταν κουρσίν ή πισκίλ’ λεγομένην (Τουρκ. püskül) εκ μετάξης στριφτής χρώματος μαύρου και έχουσαν όλας τας κλωστάς ισομήκεις. Η φούντα δεν εξηρτάτο απ’ ευθείας από το φέσ’, αλλά προσηρμόζετο εις το μέσον της κορυφής αυτού διά τινος μικρού σωληναρίου του αυτού ποιού και χρώματος πιπίκ’ λεγομένου και έφθανε μέχρι του άκρου του φεσιού, εις αρχαιοτέραν εποχήν έφθανε και πέραν του άκρου. Και εις την μίαν και εις την άλλην περίπτωσιν η φούντα εκρέμετο όπισθεν, ενίοτε δε και πλαγίως προς το μέρος του δεξιού ή αριστερού ωτός.
Η χρήσις του φεσίου ήρχιζεν από του 6ου ή του 7ου ή και 8ου έτους, μέχρι δε της ηλικίας εκείνης μόνον εν καιρώ μεγάλου ψύχους οι παίδες εκάλυπταν την κεφαλήν με μανδήλια μεγάλα χρωματιστά, των οποίων τα άκρα έδεναν κάτωθεν των σιαγόνων ενίοτε δε, αφού διεσταύρωναν τα άκρα κάτωθεν των σιαγόνων, τα έδεναν επί του αυχένος…
Η κουκούλα ήτο κάλυμμαν της κεφαλής εκείνων, οι οποίοι εφόρουν την ενδυμασία του Λαζιστάν την λεγόμενην ζίπκα…»
(Μυρίδου Χρυσ., «Λαογραφικά Λιβεράς», Αθήνα 1948).

«Κάλυμμα της κεφαλής καθαρώς μωαμεθανικό είναι το σαρίκι ή ταρμπίχ (βυζαντινόν φακεώλιον1, ένα ύφασμα πολύπηχο, λευκό ή χρωματιστό, βαμβακερό ή μεταξωτό. Ο ιδρυτής της θρησκείας Μωάμεθ, προκειμένου να εμφανιστεί στο φύλαρχο Χαμπίμπ Ιμπν Μάλεκ για να δικαστεί εφόρεσε σαρίκι.2 Το σαρίκι ήταν διακριτικό της τάξεως. Οι μουλάδες εφόρουν άσπρο, Οι χαλίφιδες πράσινο. Οι εμίρηδες πράσινο ή λευκό. Το σαρίκι των βεζύρηδων είχε δύο φτερά ερωδιού, των σουλτάνων πολύ μεγαλύτερο, είχε τρία φτερά ερωδιού και πολύτιμους λίθους.1 Οι Τούρκοι της Ανατολής άργησαν να δεχθούν το Μαροκκινό φέσι, γιατί ο κάθε καλός Μουσουλμάνος απεύφευγε να ντύνεται κατά τρόπο ξένο προς το έθνος του. Εκτός της καταισχύνης εθεωρείτο και ένοχος αποστασίας. Απέφευγε λοιπόν να αφήσει το πατροπαράδοτο σαρίκι και να φορέσει το φέσι ή ένα καπέλο ευρωπαϊκό.2 Έτσι δε βλέπουμε στις παλαιότερες εικόνες Τούρκο να φορεί φέσι. Κυρίως όταν ο Σουλτάν Μαχμούτ ο Β', επαναστάτης, στο σημείο αυτό, κατά του ιερού νόμου (τσεριάτ) επέβαλε με σουλτανική διαταγή (1810) τα φέσια, τότε “εξ ανάγκης και νόμου” (παροιμία κρητική), φόρεσαν το φέσι και πάλι οι περισσότεροι το τύλιγαν με τουμπάν. Ο κατώτερος Τούρκος πολίτης αρχικά φόρεσε ένα φέσι χωρίς φούντα εξύριζε το κεφάλι του και άφηνε στην κορυφή μια μεγάλη τούφα μαλλιών, την οποίαν επερνούσε από μία τρύπα που είχε επίτηδες το φέσι κι έτσι εσχηματίζετο ένα είδος φούντας. 3
Γενικά οι Τούρκοι εδέχθησαν το φέσι αργότερα από τη βράκα, την οποία αρχικώς εφόρεσαν μικροαστοί των παραλίων της Μικράς Ασίας.
Οπωσδήποτε η βράκα φορέθηκε από το στρατό και τους Τούρκους της ενδοχώρας παρηλλαγμένη και ονομάστηκε ποτούρ και ντον ή και τσουχά σαλβάρ...
Στο τουρκικό ναυτικό, δηλαδή στα τουρκικά καράβια η βράκα φορέθηκε σε μεγάλη κλίμακα, γιατί αυτοί που τη φορούσαν ήσαν Έλληνες νησιώτες.
…Όταν η υπηρεσία του κράτους το απαιτεί ο Σουλτάνος διατάσσει όλα τα ελληνικά νησιά, τα οποία είναι υποχρεωμένα να δώσουν ένα αριθμό ναυτών, που τους χρησιμοποιούν μόνο για να μανουβράρουν τα πλοία. Οι μουσουλμάνοι υποχρεούνται να μάχωνται.
Ραγδαία μεταβολή ως προς το ένδυμα των Τούρκων (πολιτικό και στρατιωτικό) άρχισε στις αρχές του 19ου αιώνος, οπότε άρχισαν να δέχονται το ευρωπαϊκό ένδυμα και ο στρατός αναδιοργανώθηκε κατά το ευρωπαϊκό σύστημα. Ραγδαιοτάτη δε υπήρξε, όπως ξέρομε, επί Μουσταφά Κεμάλ, τότε που «το σαρίκι και το φέσι πήγαν στο καλό».
(Φραγκάκι Κ. Ε., «Η λαϊκή τέχνη της Κρήτης». Ανδρική φορεσιά, Αθήνα 1960).

Ενδυμασία ανδρός
«Η τζόχα και αι ζίπκες αι οποίαι ήσαν άλλοτε η κυρίως ενδυμασία των κατοίκων της πόλεως, αντικατεστάθησαν κατά τα τελευταία έτη με την συνήθη σημερινή ενδυμασίαν, εκτός του καλύμματος της κεφαλής, το οποίον ήτο ερυθρόν φέσι με την μαύρην φούντα».
(«Ιστορία και Λαογραφία εκκλησιαστικής επαρχίας Κολωνίας και Νικοπόλεως», σελ. 104, Καβάλα χ.χ. Εκδόθηκε από επιτροπή Ποντίων 1ης γενιάς)

Το Φέσ’ ή φάσ’ ή φέζ’ ή παπάχι (Κρώμνη): νεότερο κάλυμμα κεφαλής των Τούρκων το οποίο θεωρείτο και εθνικό. Υιοθετήθηκε από τους υποτελείς χριστιανούς.

Πρέπει, λοιπόν, να καταλάβουμε ότι η ζίπκα φορέθηκε μόνο λίγες δεκαετίες (από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1910) από όλους τους λαούς της περιοχής και μάλιστα πολλοί την εγκατέλειψαν νωρίτερα αντικαθιστώντας την με την ευρωπαϊκή ενδυμασία (φράγκικα), ενώ το φέσι για εκατονταετίες.
Η αντίληψη κάποιων ότι το φέσι δεν αφομοιώθηκε ενδυματολογικά από τους Έλληνες του Πόντου μπορεί να τονώνει το εθνικό μας φρόνημα, απέχει όμως πολύ από την αλήθεια. Έτσι, όταν θα χρειαστεί να στηρίξουμε την άποψή μας επίσημα, όπως για παράδειγμα σε ένα παγκόσμιο συνέδριο, φοβάμαι ότι με αυτά τα επιχειρήματα θα γελοιοποιηθούμε. Θα πρέπει να προσέχουμε διότι αποπροσανατολίζουμε ανθρώπους κυρίως νέους που ασχολούνται με την παράδοση και τους οδηγούμε σε λανθασμένα συμπεράσματα. Ειδικά όταν αυτά που ισχυριζόμαστε μπορούν εύκολα να καταρριφθούν από το υπάρχον φωτογραφικό υλικό και όχι μόνο. Δε θέλω να πιστέψω ότι η Ομοσπονδία έχασε την ψυχραιμία της και επικοινωνεί με συλλόγους παρακαλώντας τους να μη φορέσουν το φέσι. Είναι δικαίωμα του καθενός να λειτουργεί με βάση την αισθητική του. Όταν όμως αυτή επηρεάζει την παράδοση ενός λαού πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί, γιατί σε βάθος χρόνου μπορεί να διαψευστούμε. Θα ήταν προτιμότερο για την ΠΟΕ να διοργανώσει ένα επιστημονικό συνέδριο για την ενδυμασία και, ανάλογα με τα συμπεράσματα που θα προκύψουν από τους ειδικούς, να τοποθετηθεί και όχι να αποφασίζει βεβιασμένα πιεζόμενη από μια χούφτα ανθρώπων χωρίς τις απαραίτητες γνώσεις. Αυτό θα προστάτευε και το κύρος της ως θεσμού και τους ανθρώπους που την αποτελούν. Επίσης, θα πρέπει να σκεφτούμε και τους άλλους συνέλληνες με καταγωγή από τη Μικρά Ασία που φοράνε ακόμα φέσι και τραγουδούν την παράδοσή τους στην τούρκικη γλώσσα. Άραγε τι γνώμη θα σχηματίσουν για μας;

«Ανέβηκα στους ώμους των προγόνων μου για να οραματιστώ το μέλλον». (Αινστάιν).

Keine Kommentare:

Kommentar veröffentlichen