Donnerstag, 20. Mai 2010

Της Μαριάννας Φωτιάδου

Η χρήση της ζίπκας πριν και μετά την εγκατάσταση των Ποντίων στο ελεύθερο ελληνικό κράτος
Μαριάννα Φωτιάδου
Φοιτήτρια τμήματος Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξεινίων χωρών του Δ.Π.Θ.

Η ζίπκα είναι η λαϊκή φορεσιά που χρησιμοποιούν οι χορευτικές ομάδες των ποντιακών πολιτιστικών συλλόγων κατά την παρουσίαση των παραδοσιακών τους χορών. Παρά τη διαδεδομένη χρήση της συγκεκριμένης ενδυμασίας από τους πολιτιστικούς συλλόγους, ο ενδυματολογικός αυτός τύπος δεν είχε καθολική χρήση στο Μικρασιατικό Πόντο. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παράγοντες που οδήγησαν στην ανάδειξη της συγκεκριμένης ενδυμασίας ως παραδοσιακή ανδρική ενδυμασία των Ποντίων οι οποίοι προσεγγίζονται παρακάτω.
Οι πρόσφυγες από την πρώτη στιγμή της εγκατάστασής τους στον ελλαδικό χώρο, οργανώθηκαν σε συλλόγους. Ωστόσο η κινητήριος δύναμη που έδωσε ώθηση στην εμφάνιση πληθώρας πολιτιστικών συλλόγων στον ελληνικό χώρο από την πέμπτη κυρίως δεκαετία του 20ού αιώνα, ήταν το φαινόμενο του φολκλορισμού. Οι βάσεις του φολκλορισμού θα πρέπει να αναζητηθούν στην ανάγκη των ανθρώπων να διατηρήσουν «ζωντανά» τα παραδεδομένα σχήματα του λαϊκού βίου αλλά και να αποδείξουν την εθνική τους συνέχεια1.
Στην περίπτωση των προσφύγων από τη Μικρασιατική χερσόνησο θα πρέπει στα παραπάνω να προστεθεί και ένας άλλος σημαντικός παράγοντας. Με την εγκατάστασή τους στη μητροπολιτική Ελλάδα, οι Έλληνες της Ανατολής, που σε πολλές περιπτώσεις μιλούσαν ή ενδύονταν κατά τρόπο διαφορετικό από τους λοιπούς Έλληνες, αντιμετωπίστηκαν συχνά εχθρικά και με διάθεση αποξένωσης από τον ντόπιο πληθυσμό. Αυτή η αντιμετώπιση οδήγησε στη συμβολοποίηση ορισμένων στοιχείων του λαϊκού πολιτισμού τους, στα οποία οι ίδιοι προσέδωσαν καθολική ισχύ. Γύρω από αυτά τα στοιχεία-σύμβολα οι Μικρασιάτες (με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση των Ποντίων) συνενώθηκαν, δίνοντας διαστάσεις «μύθου» στο ιστορικό παρελθόν τους. Αυτή ακριβώς η «μυθοποίηση» είχε ως αποτέλεσμα να διασωθεί «με σπάνια ακρίβεια» σημαντικό μέρος του λαϊκού τους πολιτισμού2. Στην περίπτωση των Ποντίων που εξετάζονται εδώ, στοιχεία-σύμβολα θα μπορούσαν να θεωρηθούν η λύρα (μουσικό όργανο), ο ποντιακός χορός Σέρα (που συχνά αναφέρεται ως Πυρρίχιος) και η ανδρική ενδυμασία ζίπκα (από την ονομασία της στενής βράκας που φορούσαν).
Οι περιβαντολογικές συνθήκες, οι ηθικοί κώδικες και οι οικονομικές συνθήκες είναι παράγοντες που επηρεάζουν την ενδυμασία κάθε περιοχής. Άλλωστε η πρόσβαση στις πρώτες ύλες, αποτελεί πρωτεύον στοιχείο για την κατασκευή ενδυμάτων. Η εμπορική δραστηριότητα των Ποντίων κατά τον Μεσαίωνα προς διάφορα κέντρα της Ανατολής επηρέασε σημαντικά τη σύνθεση της λαϊκής ενδυμασίας. Ένας άλλος παράγοντας ήταν τα ρυθμιστικά διατάγματα και φιρμάνια τα οποία ωστόσο δεν εφαρμόζονταν με την ίδια αυστηρότητα σε κάθε περιοχή και σε κάθε χρονική περίοδο.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα οι Πόντιοι αστοί ακολουθούσαν τους ευρωπαϊκούς ενδυματολογικούς κώδικες. Η έντονη οικονομική δραστηριότητα, τα συχνά ταξίδια και η επαφή με ανθρώπους της Δύσης σε συνδυασμό με τα ρυθμιστικά διατάγματα η εφαρμογή των οποίων είχε ατονήσει , ευνοούσε την υιοθέτηση της νέας «μόδας» από τον ανδρικό πρωτίστως πληθυσμό. Ωστόσο οι γηραιότεροι αλλά και οι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών παρέμειναν πιστοί στην παραδοσιακή ενδυμασία (όπως άλλωστε συνηθίζεται σε όλες τις παραδοσιακές κοινωνίες). Παραδοσιακά ανδρικά ενδύματα είναι το σαλβάρι ή το ποτούριν, η κοντή ζουπούνα, το καμίσ’(πουκάμισο), το γελέκ κ.α. καθώς επίσης και διάφορα καλύμματα της κεφαλής (φεσ’, καλπάκ κ.α.)1.Η ενδυματολογική αυτή μορφή, παρουσιάζεται με παραλλαγές σε ολόκληρο τον Μικρασιατικό άλλα και νησιωτικό χώρο ενώ υιοθετήθηκε και από τους Τούρκους. Μεγάλο ενδιαφέρον ως προς το τελευταίο παρουσιάζει η άποψη σύμφωνα με την οποία οι Τούρκοι κατά την εκδίωξη των Εφεσίων σε δύσβατες περιοχές αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την μακριά, βαριά ενδυμασία που τους καθιστούσε δυσκίνητους και να μιμηθούν την φορεσιά των νεαρών Εφεσίων2.
Η ενδυμασία με το όνομα Ζίπκα η οποία οφείλει την ονομασία της στη χαρακτηριστική στενή βράκα υιοθετήθηκε από τους αντάρτες του Πόντου αφού τους εξασφάλιζε την αναγκαία ευκινησία κατά τις πολεμικές δραστηριότητες στις ορεινές περιοχές. Ωστόσο τα συγκεκριμένα ενδύματα δεν έγιναν αποδεκτά ως παραδοσιακή ποντιακή ενδυμασία. Ο Δ.Η.Οικονομίδης μας πληροφορεί σχετικά: « Την ζίπκαν εφόρουν ανέκαθεν οι Λαζοί, παρ’ αυτών δε παρέλαβον ταύτην και ημέτεροι από τας περιφερείας της Κρώμνης, της Σάντας, της Τραπεζούντος, και Αμασείας…».(Περί Αμφιέσεως, Αρχείον Πόντου Β, 1929). Ανάλογη πληροφορία μας παραθέτει ο Ανδρέας Σπυράντης3: «Η φερόμενη εδώ ως εθνική ενδυμασία των Ποντίων (ζίπκα, κουκούλα) ήτο άγνωστη εις Σαντά, και απετέλη ενδυμασίαν των πέριξ αυτής Τούρκων». Η γοητεία που άσκησε η πολεμική αυτή ενδυμασία στους νεαρούς Ποντίους είχε ως αποτέλεσμα την υιοθέτηση της ζίπκας από κάποια μερίδα της νεολαίας ενώ σε ορισμένα μέρη υιοθετήθηκε ως γαμπριάτικη ενδυμασία.
Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από τις πολυάριθμες γραπτές πηγές όπου περιγράφονται οι ενδυματολογικές επιλογές των Ποντίων ανάλογα με την ηλικία τους. Ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί η περίπτωση της Τσολόσαινας όπου οι γέροι φορούσαν το παραδοσιακό σαλβάρι και ως κεφαλοκάλυμμα χρησιμοποιούσαν το φέσι ή το παπάχ ενώ οι νέοι φορούσαν την ζίπκα χρησιμοποιώντας ως κεφαλοκάλυμμα την κουκούλα4. Ομοίως στο χωριό Άδυσσα της επαρχίας Χαλδίας5 οι γέροι φορούσαν σαλβάρι ή ποτούρ’ και οι «κομψευόμενοι νέοι (γιοσμάδες)» την ζίπκα.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, κατά περιόδους οι μη Μουσουλμάνοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθούν τους «κώδικες» οι οποίοι ορίζονταν από τις οθωμανικές Αρχές με φιρμάνια και οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις αφορούσαν στοιχεία της ενδυμασίας. Αρχικά οι διατάξεις αυτές είχαν διαχωριστικό και ταξικό χαρακτήρα ενώ αργότερα στο πλαίσιο της διάδοσης του πνεύματος του Οθωμανισμού, είχαν χαρακτήρα ενοποιητικό. Σε κάθε περίπτωση η εφαρμογή των διαταγμάτων δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι ήταν ενιαία. Σε ορισμένες περιπτώσεις εφαρμόστηκαν κατά τρόπο αυστηρό ενώ σε άλλες περιπτώσεις εφαρμόζοντας την συνήθη τακτική των προνομίων, η εφαρμογή τους ήταν χαλαρή ή ατόνησε με το πέρασμα του χρόνου. Ακόμα και το περίφημο διάταγμα Χάττυ Χουμαγιούν, το οποίο βελτίωσε σημαντικά την κοινωνική θέση των Ελλήνων στα μεγάλα αστικά κέντρα, σε κάποιες περιπτώσεις θεωρήθηκε εξευτελιστικό για τους Οθωμανούς, όπως στην περίπτωση του πασά της Ερζερούμ, ο οποίος αρνήθηκε να το δημοσιεύσει (Α.Παυλίδης, 2006). Κατά την ίδια μεταρρυθμιστική περίοδο ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ ξεκινώντας την προσπάθεια ανάπτυξης Οθωμανικού πατριωτισμού, εκδίδει ρυθμιστικό διάταγμα με βάση το οποίο όλοι οι Οθωμανοί πολίτες (το διάταγμα αφορούσε τον ανδρικό πληθυσμό), υποχρεώνονταν να καλύπτουν το κεφάλι τους με φέσι. Ανάλογα με το βαθμό καταπίεσης των ελληνικών κοινοτήτων , έγινε άλλοτε δεκτό ως ρυθμιστικό μέτρο και άλλοτε ως βίαιη επιβολή. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι σε απομακρυσμένες περιοχές του Οθωμανικού κράτους, οι οποίες έγιναν δέκτες της πιο ακραίας βιαιότητας των Τούρκων, το μέτρο αυτό θα αποτέλεσε την αρχή για έναν νέο κύκλο βίας.
Ωστόσο το φέσι ως κάλυμμα της κεφαλής φαίνεται πως είχε ευρεία χρήση πριν την «επιβολή»του. Το φέσι άλλωστε χρησιμοποιήθηκε ως κεφαλοκάλυμμα από κουρσάρους, και ναυτικούς της Μεσογείου πολύ πριν από την κάθοδο των «οθωμανικών» ορδών1. Απόδειξη ότι συνολικά δεν θεωρήθηκε ως εξάρτημα βίαιης επιβολής είναι η χρήση του από το γυναικείο πληθυσμό. Οι παραπάνω διατάξεις όπως αναφέρθηκε αφορούσαν μόνο τον ανδρικό πληθυσμό. Οι γυναίκες , έχοντας μεγάλη ελευθερία στις ενδυματολογικές τους επιλογές , το υιοθέτησαν σε όλη τη Μ.Ασία γεγονός που αποδεικνύει τη χρηστική του αξία. Η ποντιακή τάπλα για παράδειγμα , κατασκευαζόταν από φέσι , στο εσωτερικό του οποίου έραβαν ένα λεπτό έλασμα και με κατάλληλους χειρισμούς δένοντας ένα τσίτι διπλωμένο, δημιουργούσαν το δισκοειδές κάλυμμα2. Παρόμοια κεφαλοκαλύμματα χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες σε όλη τη Μικρά Ασία όπως για παράδειγμα στη Σύλλη του Ικονίου όπου γύρω από το τσόχινο φέσι τύλιγαν χρυσοκέντητο τσεβρέ προβάλλοντας τον πλούτο τους3. Ανάλογα καλύμματα με διάφορες ονομασίες χρησιμοποιούσαν σε όλη τη Μ.Ασία (φέσι, τεπελίκι κ.α.). Σύμφωνα με την Ι.Παπαντωνίου τα κεφαλοδέματα σε όλο το Μικρασιατικό χώρο και στον Πόντο, στην απλή ή τη σύνθετη μορφή τους είχαν ως βάση το φέσι και ξεκαθάριζαν την κοινωνική τάξη, την εθνότητα και την οικογενειακή κατάσταση (Ι.Παπαντωνίου, 1996).
Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο είναι ότι ακόμα και μετά την υιοθέτηση των ευρωπαϊκών ενδυμάτων (γεγονός που δείχνει ότι οι όποιοι ενδυματολογικοί περιορισμοί είχαν μάλλον ατονήσει) πολλοί Πόντιοι αστοί εξακολούθησαν να φορούν το φέσι. Είναι πολύ πιθανό να το χρησιμοποιούσαν εξαιτίας του σημειολογικού του χαρακτήρα και όχι ως απόδειξη υποταγής. Στην περιοχή της Νικόπολης για παράδειγμα όταν οι «τζόχες» και οι «ζίπκες» αντικαταστάθηκαν από τα ευρωπαϊκά ενδύματα εξακολουθούσαν να φορούν το κόκκινο φέσι με τη μαύρη φούντα4. Τα παραπάνω οφείλονται στη σημασία που έδιναν όλοι οι Έλληνες στην κάλυψη της κεφαλής. Έτσι ακόμα και στις περιπτώσεις που εγκαταλείφθηκε το παραδοσιακό φέσι, αντικαταστάθηκε με άλλους τύπους καλυμμάτων (μπαρέζι, καλπάκι, κρητικό σαρίκι κ.α.)5
Πέρα από οποιουσδήποτε όρους χρήσης του φεσιού ή άλλων στοιχείων, οι Έλληνες έχοντας επίγνωση της εθνικής διαφορετικότητάς τους, αφομοίωσαν τα ξένα στοιχεία και τα προσάρμοσαν στους δικούς τους σημειολογικούς κώδικες δίνοντάς τους τη «σφραγίδα της κοινωνικής αποδοχής»1. Έτσι το φέσι στολίστηκε με διάφορα μαντήλια και ενσωματώθηκε στις ποντιακές παραδόσεις. Στο γάμο, το συναντάμε σε πολλά εθιμικά δρώμενα. Στο Τρουψί για παράδειγμα κατά την πορεία προς το σπίτι της νύφης (για το νυμφέπαρμαν) γαμπρός και κουμπάρος επιδίδονταν σε ένα ιδιότυπο παιχνίδι με τα άλογά τους, πετώντας τα φέσια τους στη γη και προσπαθώντας εν συνεχεία να τα πιάσουν ως απόδειξη των ιδιαίτερων ικανοτήτων τους2. Στην Αργυρούπολη κατά το ντύσιμο του γαμπρού, η μητέρα του ήταν αυτή που του τοποθετούσε το φέσι στο κεφάλι ευχόμενη να είναι «καλορίζικος»3. Σε άλλες περιπτώσεις ο πατέρας του γαμπρού ήταν αυτός που έδενε το μαντήλι γύρω από το φέσι δίνοντάς του την ευχή του4. Η κάλυψη της κεφαλής με το σημαντικό συμβολισμό της δεν θα μπορούσε να γίνει με τόση επισημότητα από τους γονείς στην περίπτωση που το αντιλαμβάνονταν ως σύμβολο υποτέλειας.
Φτάνοντας στην Ελλάδα οι πρόσφυγες κουβαλούσαν στην πρόσφατη μνήμη τους την ακραία βιαιότητα του κεμαλικού στρατού. Η βίαιη εκδίωξη από την πατρίδα τους, ο πόνος για την απώλεια συγγενικών προσώπων, η απόρριψη σε πολλές περιπτώσεις από τον ντόπιο πληθυσμό και η αγωνία για το μέλλον ήταν τα στοιχεία που συνέθεσαν την νέα τάξη των προσφύγων. Στο νέο περιβάλλον οι πρόσφυγες έπρεπε να αφομοιωθούν και να προσαρμοστούν. Οι ενδυμασίες τους (είτε επρόκειτο για σαλβάρια με φέσι είτε για ζίπκες) δεν είχαν καμιά πρακτική αξία στην νέα τους πατρίδα. Άλλωστε όπως προαναφέρθηκε, σημαντικό κομμάτι του ποντιακού ελληνισμού είχε ήδη υιοθετήσει τα ευρωπαϊκά ενδύματα.
Το ζήτημα του προσδιορισμού της παραδοσιακής ενδυμασίας τίθεται με την εμφάνιση των χορευτικών ομάδων. Οι πρόσφυγες πρώτης γενιάς, κουβαλώντας έντονο συναισθηματικό φορτίο αλλά και τον φόβο της αποξένωσης, απορρίπτουν ο,τιδήποτε θεωρούν πως παραπέμπει στη σύνδεσή τους με την Τουρκία. Έτσι παρά το γεγονός ότι οι πιο πολλοί Μικρασιάτες αλλά και οι νησιώτες, συνέχισαν να φορούν το παραδοσιακό πλέον φέσι και τη βράκα (ή ποτούρια), οι Πόντιοι στρέφονται προς την «πολεμική ζίπκα». Η ενδυμασία αυτή ταιριάζει καλύτερα στο συναισθηματισμό που αναπτύσσουν στην νέα πατρίδα. Διατηρούν ζωντανό το αίσθημα της υπερηφάνειας, ότι πολέμησαν και υπερασπίστηκαν τις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Προς τούτο προβάλλουν για πολλά χρόνια τους δυναμικούς ποντιακούς χορούς, συνδέοντάς τους με αρχαϊστικά πρότυπα και παραγκωνίζοντας ένα σημαντικό μέρος του λαϊκού τους πολιτισμού.
Στη σημερινή εποχή που η συναισθηματική ένταση έχει υποχωρήσει, η επιστημονική (αλλά και η ερασιτεχνική έρευνα) παρουσιάζει στοιχεία που αφορούν όλο το φάσμα του λαϊκού πολιτισμού των Ποντίων και τα οποία για πολλά χρόνια είχαν παραγκωνιστεί. Αυτό ισχύει και για τον τομέα της λαϊκής ενδυμασίας, όπου εκτός από τα λαογραφικά μουσεία και τα λευκώματα, οι για χρόνια παραγκωνισμένες παραδοσιακές ενδυμασίες με το σαλβάρι και το φέσι, έχουν αρχίσει να εμφανίζονται και στις χορευτικές ομάδες. Συμπερασματικά μπορεί να λεχθεί πως η ζίπκα κι η κουκούλα έχοντας πλέον την παράδοσή τους, κέρδισαν τη θέση τους δίπλα στο σαλβάρι και το φέσι. Άλλωστε η συνολική θεώρηση της παράδοσης, είναι αναγκαία προϋπόθεση για την διάσωσή της.

Βιβλιογραφία


Άμεσες πηγές

ΚΑΝΟΝΙΔΗΣ, Δ., Η Τσολόσαινα του Πόντου.Νοσταλγικές αναμνήσεις
(Θεσσαλονίκη, 1961), Αρχείο χειρογράφων Κ.Μ.Σ
ΚΕΛΕΣΙΔΗΣ, Μ., Ιστορία του Τρουψί (Αθήνα, 1932), Αρχείο χειρογράφων Κ.Μ.Σ.
ΜΕΛΑΝΟΦΡΥΔΗΣ, Π., Το χωρίον Άδυσσα της Επαρχίας Χαλδίας (Πτολεμαϊδα 1960), Αρχείο Χειρογράφων Κ.Μ.Σ.

Έμμεσες πηγές

ΓΑΓΓΑΔΗ, Ν., «Παραδοσιακές φορεσιές του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου. Μορφολογικοί τύποι», Ελληνικές Φορεσιές, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα, 1993
ΚΑΛΠΙΔΟΥ, Λ., «Η παραδοσιακή φορεσιά», Ζωντανές Μνήμες του Πόντου, Μέριμνα Ποντίων Κυριών, αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1992
ΚΟΡΟΒΙΝΗΣ, Θ., Οι Ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας, Άγρα, Αθήνα, 2005
ΜΕΡΑΚΛΗΣ, Μ., Ελληνική Λαογραφία. Κοινωνική συγκρότηση, ήθη και έθιμα, λαϊκή τέχνη, Οδυσσέας, Αθήνα, 2004
Λαογραφικά Ζητήματα, Καστανιώτη & Διάτων, Αθήνα, 2004
ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ, Δ., «Γαμήλια Έθιμα», Αρχείον Πόντου Α (1928), Επιτροπή Ποντιακών μελετών
«Περί αμφιέσεως» Αρχείον Πόντου Β (1929), Επιτροπή Ποντιακών Μελετών
ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Ι., Ελληνικές Φορεσιές, Συλλογή Λυκείου Ελληνίδων Καλαμάτας, εκδοτική Αθηνών, 1991
«Χαρακτηριστικά των ενδυμασιών των Ελλήνων προσφύγων της Μ.Ασίας και του Πόντου» (περίληψη ανακοινώσεως) ,πρακτικά του Πανελληνίου Συνεδρίου Μικρασιατικής Λαογραφίας 29.11 – 1.12.1996, Μικρασιατικά Χρονικά τ. Κ΄, Ένωση Σμυρναίων, Αθήνα, 1998.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ, Α., «Οικουμενικό Πατριαρχείο και Οθωμανικό κράτος, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Όψεις της Εκπαίδευσης του Μικρασιατικού Ελληνισμού», Πρακτικά 2ου Συμποσίου, Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας από την Αρχαιότητα μέχρι τη Μεγάλη Έξοδο, Παιδεία-Εκπαίδευση στις αλησμόνητες πατρίδες της Ανατολής, ΚΕ.ΜΙ.ΠΟ., Ν. Ιωνία 2006
ΠΟΝΤΙΑΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΚΟΛΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ (ΣΕΜΠΙΝ ΚΑΡΑΧΙΣΑΡ) Καβάλα, 1964
ΣΑΛΚΙΤΖΟΓΛΟΥ, Τ., Η Σύλλη του Ικονίου. Μια ελληνική Κωμόπολη στην καρδιά της Μ.Ασίας, Ι.Μ.Ε., Αθήνα, 2005
ΣΕΡΓΗΣ, Μ., Διαβατήριες Τελετουρίες στον Μικρασιατικό Πόντο (Μέσα του 19ου αιώνα – 1922) Γέννηση – Γάμος – Θάνατος, Ηρόδοτος, Αθήνα, 2007
ΣΠΥΡΑΝΤΗΣ,Α., Συμβολή εις τα λαογραφικά της Σαντάς του Πόντου, αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1990

Keine Kommentare:

Kommentar veröffentlichen